Απόψεις

Η δουλειά του τυφλοπόντικα - Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ, ο αντιΣΥΡΙΖΑ και ο "επιβιωτισμός"

12/06/2019

Πέτρος Σταύρου

 

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αιφνιδιάστηκε από το εκλογικό αποτέλεσμα. Δεν το περίμενε και αυτό γιατί είχε “θαμπωθεί” από το “είδωλο” της στον καθρέφτη της εξουσίας αλλά και από την μακροχρόνια εξαφάνιση κάθε άλλης αριστερής “αντανάκλασης” στο πολιτικό οπτικό πεδίο που θα την αμφισβητούσε. Έτσι, μένει να δούμε και το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών, σε ένα μήνα και κάτι λιγότερο, για να επιβεβαιώσουμε, επαυξημένα μάλλον, την εντυπωσιακή επιστροφή της δεξιάς στα πολιτικά πράγματα που φάνηκε να συμβαίνει στις ευρωπαϊκές και αυτοδιοικητικές εκλογές του 2019. Η νίκη της ΝΔ είναι ευρεία (9,3 μονάδες μπροστά) και μάλιστα σε εκλογές δευτέρας τάξεως. Η επικράτηση της, στις αυτοδιοικητικές εκλογές, είναι συντριπτική. Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός πως δεν παρουσιάστηκε κάποιο ισχυρό κύμα στήριξης της ΝΔ, αλλά μάλλον ένα κάποιο “ρεύμα” μέσα στα συνήθη τα τελευταία χρόνια μεταδημοκρατικά πλαίσια. Παντού, στο τοπικό επίπεδο, η ΝΔ έχει να επιδείξει μόνο πιο πετυχημένες επιλογές σε πρόσωπα που έδωσαν τον αέρα “παράταξης” και όχι δυναμικές και ριζωμένες κομματικές οργανώσεις που υποδέχονται κόσμο από τις γειτονιές. Από την άλλη, υπήρξε στη κοινωνία ένα ισχυρό “αντισυριζικό” και αντικυβερνητικό ρεύμα που μαζί με ευρύτατες πρακτικές “επιβιωτισμού” καθόρισαν πολύ περισσότερο το εκλογικό αποτέλεσμα.

Συγκεκριμένα, φαίνεται πως εκτυλίχθηκε η δεύτερη φάση αυτού του αντικυβερνητικού ρεύματος. Η πρώτη φάση του εκτυλίχθηκε, ήδη, τον Σεπτέμβριο του 2015. Τότε, για να θυμηθούμε, αποχώρησαν από την εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ πάνω από 400.000 ψηφοφόροι προς την αποχή και το λευκό και άλλοι 150.000 περίπου προς άλλους αριστερούς και αντιμνημονιακούς σχηματισμούς (ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΚΚΕ). Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ του Σεπτεμβρίου του 2015 ψηφίστηκε, για πρώτη φορά, από 160.000 ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ και του ΚΙΔΗΣΟ και από 110.000 ψηφοφόρους της ΝΔ περιορίζοντας τις απώλειες του, από τις αντιμνημονιακές αποχωρήσεις, στις μισές περίπου [1].

Πολύ γρήγορα και αμέσως μετά το δημοψήφισμα, ο ΣΥΡΙΖΑ, από κόμμα μαζικό μετατράπηκε σε κόμμα “επιτελείο” και κόμμα στελεχών. Οι αντιμνημονιακοί και αριστεροί ψηφοφόροι, στην πλειοψηφία τους, αποχώρησαν από την κεντρική πολιτική σκηνή και δευτερευόντως στράφηκαν προς την αριστερά ή τα υπόλοιπα αντιμνημονιακά κόμματα. Στην πρώτη αυτή φάση, το αντιμνημονιακό και αριστερό ακροατήριο φάνηκε δικαιολογημένα πιο αντι – συριζικό από την υπόλοιπη κοινωνία. Δεν ενίσχυσε όμως την υπόλοιπη αριστερά, παρά μόνο σε πολύ περιορισμένο βαθμό και μόνο προς τα νεοπαγή κόμματα που προήλθαν από την σχάση του ριζοσπαστικού και αντιμνημονιακού πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ. Η εκλογική συμπεριφορά του αντιμνημονιακού μπλοκ ήταν βαθιάς απογοήτευσης και αίσθησης απώλειας του κόμματος - πολιτικού εργαλείου παρέμβασης που υπήρχε μέχρι τότε. Ήταν λογικό, σε τέτοιες συνθήκες βαριάς ήττας και ταπείνωσης, να μην θεωρήσουν ότι κάποιος από τους υπάρχοντες αριστερούς σχηματισμούς μπορεί να αντικαταστήσει τον ΣΥΡΙΖΑ στον σημαντικότατο ρόλο που αυτός κατείχε μέχρι τότε.

Αντίθετα, στις ευρωεκλογές του 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε κυρίως προς την ΝΔ και την Ελληνική Λύση (16%), προς στα υπόλοιπα κόμματα (11%) και λιγότερο προς το ΜΕΡΑ25 (5%) και το ΚΙΝΑΛ(4%) [2] και τιμωρήθηκε κυρίως από τα κοινωνικά στρώματα, πάνω στα οποία στηρίχθηκε η “επιτυχία” των δημοσιονομικών πλεονασμάτων και της “φιλανθρωπικής” και βαθιά νεοφιλελεύθερης πολιτικής του για την ακραία φτώχια. Συνεπώς, δεν τιμώρησε κάποια καλομαθημένη “μεσαία τάξη” τον ΣΥΡΙΖΑ. Τον τιμώρησαν όσες κοινωνικές ομάδες φτωχοποιήθηκαν και προλεταριοποιήθηκαν από τις μνημονιακές και μεταμνημονιακές πολιτικές. Ο ΣΥΡΙΖΑ πότε δεν απέκτησε πολιτική για τα φτωχευμένα και διαρκώς φτωχοποιούμενα τμήματα της κοινωνίας. Αντίθετα, με μια σκληρή καμεραλιστική πολιτική προσπάθησε να δημιουργήσει θηριώδη πλεονάσματα για να έχει την εύνοια της Ευρώπης και των διεθνών καπιταλιστικών θεσμών και με κάποια μικρορευστότητα να απαλύνει, κάπως, κάποιες όψεις της ακραίας υλικής στέρησης.

Η ΝΔ όμως δεν καρπώνεται το σύνολο των διαρροών του ΣΥΡΙΖΑ. Οι πρώτες αναλύσεις των αποτελεσμάτων δείχνουν πως ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει από όλες τις επαγγελματικές κατηγορίες. Όμως, οι απώλειες του δεν μεταφράζονται σε συμμετρικά οφέλη για την ΝΔ. Η επιρροή του ΣΥΡΙZΑ υποχωρεί κατά 16% στους αγρότες, 11% στους δημοσίους υπαλλήλους, 8% στους ελευθ. Επαγγελματίες, 16% στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα και 14% στους ανέργους. Η ΝΔ από την άλλη, αυξάνει κατά 7% την επιρροή της στους ελευθ. επαγγελματίες - σχεδόν όσο υποχωρεί ο ΣΥΡΙΖΑ - και στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα φαίνεται να προσελκύει μόνο τις μισές απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ. Στις άλλες επαγγελματικές κατηγορίες όμως, όπως και στους ανέργους, η επιρροή της αυξάνεται οριακά. Τα στοιχεία αυτά στηρίζονται στις πρώτες εκτιμήσεις των exit poll και θα πρέπει να διαβάζονται με προσοχή, αλλά σίγουρα περιγράφουν αμυδρά κάποιες εκλογικές συμπεριφορές.

Ας δούμε όμως και κάποια πραγματικά αποτελέσματα από τις δημοτικές εκλογές περιοχών που πέρασαν εντελώς ασχολίαστα. Στους περισσότερους δήμους (Ελληνικό, Βούλα, Γλυφάδα, Άλιμος, Μοσχάτο κλπ) του Νότιου Τομέα της Αττικής οι δεξιοί και δεξιοί – ανεξάρτητοι συνδυασμοί σάρωσαν από την πρώτη Κυριακή με θηριώδη ποσοστά. Δεν μπορούμε να ξέρουμε με βεβαιότητα τους λόγους αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι δεν υπερίσχυσαν οι ιδεολογικοί – κομματικοί λόγοι αλλά οι ρεαλιστικές προσδοκίες για ανάπτυξη της περιοχής, με επενδύσεις στον υψηλά εισοδηματικό τουρισμό και στις υπηρεσίες ψυχαγωγίας και διασκέδασης. Οι συντηρητικοί δημοτικοί συνδυασμοί των περιοχών αυτών φαίνεται επένδυσαν σε αυτές τις προσδοκίες και η κοινωνία έβαλε στην άκρη τα ζητήματα ελεύθερων χώρων και ποιότητας ζωής, μπροστά στην προσδοκία μερίσματος από την διαφαινόμενη ανάπτυξη. Ήδη, ο Μητσοτάκης υπόσχεται ότι θα ξεμπλοκάρει την επένδυση στο Ελληνικό μέσα στις πρώτες 15 μέρες της διακυβέρνησης του.

Το ανησυχητικό σε όλα αυτά δεν είναι η συντηρητική στροφή της κοινωνίας. Αυτή συμβαίνει ήδη αρκετό καιρό τώρα και επηρεάζει τις βαθιές κοσμοθεωρητικές απόψεις των υποκειμένων. Ταυτόχρονα, συμβαίνει και κάτι άλλο όμως. Ο κόσμος της μισθωτής εργασίας αλλά και ευρύτατα μικροαστικά στρώματα, οργανώνονται πρωτογενώς από τα οποία επιχειρηματικά συμφέροντα υπάρχουν στο κοινωνικό περιβάλλον. Και αυτή η πρωτογενής οργάνωση των “αποκάτω” στη βάση των ιδιωτικών συμφερόντων των επενδυτών και των επιχειρήσεων συμβαίνει εν απουσία των δευτερογενών οργανωτών των υποτελών τάξεων, δηλαδή των κινημάτων, των συνδικάτων και των αριστερών κομμάτων. Έτσι, ένας σκληρός και κυνικός επιβιωτισμός και όχι απλά μια συντηρητική στροφή κάνει την εμφάνιση του απειλητικά.

ΚΚΕ και τα υπόλοιπα αριστερά κόμματα

Οι τριπλές εκλογές του 2019 ανέδειξαν, για δεύτερη φορά τόσο έντονα, τη μεγάλη “αφλογιστία” του ΚΚΕ και το δραστικό περιορισμό της κοινωνικής και πολιτικής του χρησιμότητας. Η πρώτη φορά, να θυμίσουμε, ήταν στις δεύτερες βουλευτικές εκλογές του 2012. Η ήττα που υπέστη στις ευρωεκλογές και κυρίως στις αυτοδιοικητικές του 2019 είναι εξίσου μεγάλη με αυτήν του ΣΥΡΙΖΑ. Το ΚΚΕ εδώ και δύο δεκαετίες,τουλάχιστον, παρουσιάζεται ως το κόμμα που δε διαθέτει κανέναν στρατηγικό στόχο και σκοπό και δεν κάνει και καμιά προσπάθεια να αποκτήσει. Ο ρόλος του ΚΚΕ δεν είναι τόσο ο ρόλος του κλειστού πολιτικού οχυρού και της δογματικής μονολιθικότητας, αλλά ο ρόλος του πολιτικού καταφυγίου. Τα ανοίγματα που κάνει δεν είναι ανοίγματα πολιτικής συνεργασίας αλλά καλέσματα παροχής προστασίας για απειλούμενους και απειλούμενες από το δυσμενή κοινωνικό συσχετισμό δυνάμεων, για τον οποίο όμως δεν κάνει τίποτα για να αλλάξει.

Το ΚΚΕ δεν βάζει εμπόδια στην πολιτική και κοινωνική κινητικότητα ή στην γενική κοινωνική διαμαρτυρία. Είναι όμως ερμητικά κλειστό στον πολιτικό πειραματισμό, στα ιδιαίτερα προβλήματα συγκεκριμένων κοινωνικών κατηγοριών και στην ταξική εμπειρία των όποιων νέων κοινωνικών αγώνων ξεσπάσουν οπουδήποτε. Είναι συνεπώς απαγορευτική συνθήκη για αναζητήσεις και νέα πεδία πολιτικής παρέμβασης. Όμως, τα χτυπημένα από τα μνημόνια υποτελή κοινωνικά στρώματα δεν είναι σίγουρο ότι αναζητούν πολιτικό καταφύγιο ή κάποια οργανωμένη κοινωνική διαμαρτυρία. Ακόμα και αν αποφύγουν να εκδηλώσουν έναν κυνικό επιβιωτισμό, θα αναζητούν πολιτική τιμωρία των υπευθύνων της επιδεινούμενης κατάστασης τους, ή κάποια αξιόπιστο σχέδιο κοινωνικής προσαρμογής ελλείψει ενός ρεαλιστικού σχεδίου ρήξης. Το ΚΚΕ όμως δεν μπορεί να προσφέρει ούτε πολιτική τιμωρία, ούτε αξιόπιστη προσαρμογή, ούτε ρεαλιστική ρήξη. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να αποτελέσει και φορέα οργάνωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας. Ας θυμηθούμε τα αποτελέσματα των δύο βουλευτικών εκλογών του 2012, όπου η εκλογική δύναμη του ΚΚΕ συρρικνώθηκε από το 8,5% στο 4,5% και έκτοτε δεν συνήλθε ποτέ. Η εικόνα της διαχρονικής σταθερής και αμετακίνητης δύναμης αρχίζει και θολώνει επικίνδυνα.

Η Ανταρσύα επέστρεψε στα προ της κρίσης επίπεδα της, ίσως και χαμηλότερα. Αλλά δεν έχει σημασία τόσο αυτό όσο το γεγονός ότι ούτε στον “κόσμο” που κινείται και επιβιώνει κάτω από την μια ποσοστιαία μονάδα δεν λειτουργούν τα “συγκοινωνούντα δοχεία” των εκλογικών ροών. Δηλαδή, όμοροι κομματικοί σχηματισμοί “εξατμίζονται” αλλά οι υπάρχοντες δεν λειτουργούν ως υποδοχείς, ούτε στο ελάχιστο. Το ότι δεν υπάρχουν ροές και ανταλλαγές μεταξύ των κομματικών ομάδων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς μάλλον σημαίνει πως όλο το περιβάλλον είναι “νεκρό” και δεν υπάρχουν αλληλοεπιδράσεις.

Η ΛΑΕ ολοκλήρωσε την πορεία της με μια σειρά από λάθος στρατηγικές και τακτικές επιλογές. Η μοίρα της βέβαια είχε ήδη από το 2015 καθοριστεί. Υπήρξε ο χαμένος πόλος της διάρρηξης ενός κομματικού καρτέλ, του ΣΥΡΙΖΑ. Συνήθως, στις διασπάσεις των καρτέλ συμφωνιών, ο διασπαστής της ενότητας βγαίνει κερδισμένος διότι αποκτά την ιδιοκτησία όλων των σημαινόντων της κομματικής ταυτότητας. Το τσαλαβούτημα της ηγεσίας της ΛΑΕ στα εθνικά ακροατήρια προέκυψε ανεμπόδιστα αφού ο κορμός του πολιτικού της επιχειρήματος, το εθνικό νόμισμα, δεν ρίζωσε πουθενά και δεν κατάφερε να εκπροσωπήσει κανένα κοινωνικό αίτημα, παρότι εύκολα οδηγούσε σε φαντασιωτικές λύσεις.

ΜΕΡΑ 25, πολιτική ευκαιρία και υπαρξιακός κίνδυνος

Το ΜΕΡΑ 25, η μόνη θετική έκπληξη αυτών των εκλογών, εφόσον διατηρήσει τη δυναμική εισόδου στη βουλή θα γίνει πεδίο διεκδίκησης από ρητές ή άρρητες προσδοκίες διαφόρων πολιτικών χώρων και προσωπικοτήτων. Το σίγουρο είναι πως το ΜΕΡΑ 25, εφόσον ξεπεράσει το 3% και γίνει κοινοβουλευτικό κόμμα, θα είναι ένας πολιτικός οργανισμός εντελώς διαφορετικός από αυτό που γνωρίσαμε στις ευρωεκλογές του 2019. Η πολιτική του φυσιογνωμία είναι ακόμα πολύ ακαθόριστη και ρευστή και αλλάζει ημέρα με την ημέρα.

Ναι! Πρόκειται για ένα αρχηγικό κόμμα αναμφίβολα. Όμως ένας κόσμος το στήριξε διότι προσφέρει, υποτίθεται, ικανοποιητικές απαντήσεις και επεξεργασμένο σχέδιο διεκδίκησης και προστασίας από τους δανειστές. Έναν συνδυασμό θετικών προτάσεων συζήτησης, αλλά και όπλα ρήξης και αποτελεσματικής άμυνας στις αντιδράσεις των δανειστών. Επίσης, ο Βαρουφάκης έχει διατυπώσει τις απόψεις του πολύ πριν γίνει υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ. Η συμμετοχή του στην κυβέρνηση εύκολα μπορεί να αιτιολογηθεί ως κάτι το πρόσκαιρο, παρ όλες τις διαψεύσεις. Μπορεί ουσιαστικά να επιχειρηματολογηθεί πως οι απόψεις του, στην πραγματικότητα, δεν δοκιμάστηκαν στην πράξη παρά μόνο για ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και κατόπιν υπονομεύτηκαν συνολικά. Τώρα λοιπόν παρουσιάζεται μια δεύτερη ευκαιρία.

Το ΜΕΡΑ 25 είναι ο μόνος πολιτικός χώρος που έχει αντι ΤΙΝΑ προγραμματικό λόγο. Γιαυτό και τρέφει συγκρουσιακές αντιπολιτευτικές προσδοκίες σε αρκετό κόσμο. Καιρός να ζωντανέψει το Κοινοβούλιο! Από αυτήν την άποψη πρόκειται για μια φιλική πολιτική δύναμη. Όμως ταυτόχρονα αποτελεί και παράγοντα περαιτέρω αποδιοργάνωσης του υπάρχοντα και κατακερματισμένου εξωκοινοβουλευτικού χώρου. Με το 2,99% των ευρωεκλογών έγινε, εκ των πραγμάτων, ένα νέο πολιτικό κέντρο με ένα καινοτόμο, μετριοπαθή και ταυτόχρονα συγκρουσιακό προφίλ. Μάλλον θα πιέσει εκλογικά και υπαρξιακά αρκετές οργανώσεις του χώρου μας που βρίσκονται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.

Ισχύουν όμως τα μετριοπαθή και συγκρουσιακά χαρακτηριστικά του ή πρόκειται για μια ακόμη φούσκα; Το πρόβλημα με τις προγραμματικές προθέσεις του ΜΕΡΑ 25 βρίσκεται στο ότι όλες οι επιλογές θέσεων μάχης που κάνει συμπυκνώνονται τελικά σε μία, το περίφημο εξωτραπεζικό σύστημα πληρωμών. Πρόκειται για μια αφηγηματική επινόηση περισσότερο παρά για ένα πραγματικό εφόδιο, ενός υπαρκτού πεδίου μάχης. Μένει να το αποδείξουμε τι εννοούμε σε άλλο σημείωμα. Ωπωσδήποτε όμως ανυποχώρητος δεν μπορεί να είσαι όταν θεωρείς ότι μπορείς να τα βρεις ακόμα και με τον ultra φιλελευθερισμό του Τάκη Μίχα. Την στιγμή των συγκρούσεων, ακομα και για τριτεύοντα ζητήματα, αυτές οι απόψεις και οι ιδιοσυγκρασίες θα αυτομολήσουν, εαν δεν σε υπονομεύσουν.

Και τώρα τι κάνουμε;

Λίγα πράγματα μπορούμε να κάνουμε υπό τις παρούσες συνθήκες. Η πλήρης πολιτική εξαφάνιση μας καραδοκεί στην επόμενη γωνία. Ο μόνος τρόπος για να την αποφύγουμε είναι να κάνουμε αυτό που ο Λούτσιο Μάγκρι αναφέρει στην κατακλείδα του στον “Ράφτη της Ουλμ” [3]. Να γίνουμε τυφλοπόντικες και να σκάβουμε καλά. Ας κάνουμε καλά τη δουλειά μας, έστω και τυφλοί. Ας εξαντλήσουμε τις δυνατότητες μας. Ας διαβάσουμε, ας κριτικάρουμε, ας μιλήσουμε, ας οργανώσουμε και την παραμικρή παρέμβαση. Ας βάλουμε στόχους, τον εξής έναν: Να επανέλθουμε στο προσκήνιο μόνο έχοντας γίνει διαφορετικές/οι.

[1] https://www.mavris.gr/4876/rise_and_fall/
[2] https://www.efsyn.gr/politiki/197972_ena-apotoma-gerasmeno-kybernitiko-komma?fbclid=IwAR3LxM-mXnx-36fK-c-qkrvAfa5UF3P68FHY20kBMxhmwyuH6n8NoaXEUYs
[3] http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=1179&Itemid=29