Επικαιρότητα

Από τον Κέυνς, στην αναζήτηση ενός ήπιου θατσερισμού

31/07/2017

Χρήστος Βαλλιάνος

(διαβάζοντας την τελευταία συνέντευξη του Ευ. Τσακαλώτου)

 

Για όσους είχαν την τύχη να γνωρίζουν μέσω προσωπικών επαφών τον Ευ. Τσακαλώτο (αλλά και όχι μόνο ειδικά γι’ αυτούς), η χθεσινή του συνέντευξη στην Καθημερινή ήταν μια (ακόμα) αφορμή για θλιβερές σκέψεις.

Δεν είναι μόνο η τόσο εκνευριστική και υποτιμητική της νοημοσύνης μας διγλωσσία από την μεριά του σημερινού Υπουργού, αλλά και όλων εκείνων των στελεχών του Σύριζα που γνώριζαν πολύ καλά την τέχνη να ξεσηκώνουν το κομματικό ακροατήριο, ο οποίος απευθυνόμενος στους συναδέλφους του Υπουργούς, μέσω της Καθημερινής, τους καλεί να εγκαταλείψουν την τακτική του «κατενάτσιο» και να υλοποιήσουν πρόθυμα το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων στο οποίο έχει δεσμευτεί η Κυβέρνηση, αφού «το κατενάτσιο (…) το μόνο που κάνει είναι να διατηρεί την αβεβαιότητα και να χάνει ευκαιρίες για πειθώ και συμμαχίες». Βέβαια, όσοι διαβάζουν μια τέτοια διατύπωση μπορούν να αναρωτηθούν αν αυτή δεν τοποθετεί εκ των πραγμάτων τον Ευ. Τσακαλώτο σε θέση τοποτηρητή των δανειστών στο εσωτερικό της Κυβέρνησης, ωστόσο οι περισσότεροι θα σκεφτούν ότι κάτι τέτοιο είναι υπερβολικό και θα αρνηθούν να το πιστέψουν.

Ας δούμε όμως και τη συνέχεια: Αυτό που εντυπωσιάζει - σε σχέση πάντα με τη ρητορική του 2012-13, είναι η παντελής απουσία οποιασδήποτε πολιτικής αιχμής κατά των προγραμμάτων μνημονιακής αναμόρφωσης του κράτους και της κοινωνίας που υλοποιούν οι ελληνικές κυβερνήσεις σε συνεργασία με τους «ευρωπαϊκούς θεσμούς»,  επί εφτά και πλέον χρόνια. Στη θέση της όποιας πολιτικής αποτίμησης αυτών των προγραμμάτων, στη βάση της οποίας ο Ευ. Τσακαλώτος έχτισε – ας μην το ξεχνάμε – το κομματικό του προφίλ, συναντάμε σήμερα κάποιες ανώδυνες επιφυλάξεις, σαν κι αυτές που θα μπορούσε και θα δικαιούνταν να έχει οποιοδήποτε Υπουργός της ΝΔ ή του ΠΑΣΟΚ:  «Είναι σαφές ότι αν είχαμε την πλήρη νομοθετική και πολιτική αυτονομία, τότε το πρόγραμμά μας θα ήταν πιο κοντά στις πραγματικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας –αποδείχθηκε επανειλημμένως ότι οι προβλέψεις της ελληνικής κυβέρνησης ήταν πιο κοντά στην πραγματικότητα– και σίγουρα πιο κοντά στις ανάγκες της κοινωνίας, με δεδομένους τους δημοσιονομικούς περιορισμούς».

Αν πάντως είναι κάτι σαφές, αυτό είναι ότι η άποψη σύμφωνα με την οποία το πρόγραμμά μας θα ήταν «πιο κοντά» στις πραγματικές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, αφού και οι προβλέψεις μας ήταν «πιο κοντά στην πραγματικότητα», εμμέσως πλην σαφώς, υπονοεί ότι και το υλοποιούμενο πρόγραμμα είναι επίσης «κοντά» στις πραγματικές ανάγκες, αν και λίγο μακρύτερα, μάλλον γιατί και οι προβλέψεις του δεν είναι τόσο κοντά στην πραγματικότητα, όσο αυτές της Κυβέρνησης. Αν δεν το καταλάβατε, όλη η διαφορά του αυθεντικού κυβερνητικού προγράμματος από αυτό που με τους αναγκαίους συμβιβασμούς υποχρεώνεται να εφαρμόσει η σημερινή ηγεσία του Σύριζα, ανάγεται τελικά σε κάποιες …διαφορές προβλέψεων μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και των «θεσμών», που στο κάτω-κάτω  βρε αδερφέ, είναι απόλυτα θεμιτές και αναμενόμενες, αν λάβουμε υπ’ όψη μας και την απόσταση που χωρίζει τις Βρυξέλλες από την Αθήνα… Το κατά πόσο μια τέτοια λογική δεν απενοχοποιεί πλήρως τις μνημονιακές πολιτικές εφτά και πλέον χρόνων, κατά πόσο δεν τις «ξεπλένει», σύμφωνα με την τρέχουσα ορολογία, αφαιρώντας τους κάθε ψήγμα πολιτικής σκοπιμότητας και ταξικής μεροληψίας, είναι κάτι που  μπορεί να το κρίνει ο καθένας. Η ατυχία για τον Ευ. Τσακαλώτο είναι ότι ο αναγνώστης του, διαβάζοντας αυτές τις απόψεις, επαναφέρει τη σκέψη ότι ο Υπουργός λειτουργεί ως εκπρόσωπος των δανειστών, αυτή τη φορά όχι ως πιθανή υπερβολή κάποιων εξ αριστερών επικριτών του, αλλά ως συμπέρασμα που προκύπτει αβίαστα.

Ωστόσο, ακόμα και με τον Ευ. Τσακαλώτο, πρέπει να είμαστε δίκαιοι. Προσωπικά δεν θεωρώ ότι αυτό που προσδιορίζει τη σημερινή του στάση απέναντι στα πράγματα είναι η ιδιότητα του εκπροσώπου των δανειστών, όσο κι αν κάποια γεγονότα συνηγορούν σε μια τέτοια εκτίμηση. Εγκαταλείποντας τον παλιό αριστερό – κεϋνσιανό (κατά βάση) εαυτό του, ο Ευ. Τσακαλώτος έχει σήμερα μετατοπιστεί στην αποδοχή της ιστορικής διαπίστωσης της Μ. Θάτσερ  «there is no alternative», που συνιστά τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης σκέψης, και στην αναζήτηση ενός «ήπιου συναινετικού θατσερισμού», απαλλαγμένου ίσως από τις αυταρχικές ακρότητες με τις οποίες ταυτίστηκε η θητεία της «σιδηράς κυρίας», ο οποίος όμως, δεν αμφισβητεί καμιά από τις πολιτικές προκείμενες που μορφοποίησαν την πολιτική της Βαρώνης Θάτσερ στο ιστορικό πολιτικό σχέδιο του «θατσερισμού», και που ακόμα και σήμερα, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της στρατηγικής των δυνάμεων του κεφαλαίου σε όλες τις γωνιές της ευρωπαϊκής ηπείρου.

Όμως αυτό κατά βάση αφορά τον ίδιο και τους συνομιλητές του.