Απόψεις

Εργατικό κίνημα: Κατάσταση και προοπτικές

04/04/2017

των Γιάννου Γιαννόπουλου, Νάγιας Νικολάου, Γιώργου Χριστοφόρου

2δ. Προοπτικές: Για την οργάνωση σε ανώτερο επίπεδο και την υπέρβαση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας

 

Οργάνωση των εργαζομένων σε δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο επίπεδο

Στα άρθρα του προηγούμενου κύκλου, περιγράψαμε τα προβλήματα και τις δυσλειτουργίες  της οργάνωσης των εργαζομένων σε δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο επίπεδο. Είναι δεδομένο πως, εφόσον η επίθεση που δέχεται η εργατική τάξη σήμερα είναι συνολική, η απάντησή της δεν μπορεί να περιορίζεται σε επιχειρησιακό ή κλαδικό επίπεδο. Η ανάγκη ενός ευρύτερου συντονισμού προκύπτει από τη διαπίστωση πως εάν δεν διαφανεί ένας συνολικότερος ορίζοντας ανατροπών της σημερινής κατάστασης, δύσκολα θα κινητοποιηθούν οι εργαζόμενοι ακόμα και για "μικρότερα" ζητήματα, καθώς το υπάρχον αρραγές μνημονιακό πλαίσιο δεν φαίνεται να αφήνει το παραμικρό περιθώριο για παραχωρήσεις. Η αναζήτηση όμως του καταλληλότερου τρόπου συντονισμού των προαναφερθεισών πρωτοβάθμιων δομών, κάθε άλλο παρά εύκολη είναι.

Η βασική αυτή παραδοχή δεν αίρει την ανάγκη εκπόνησης ενός συνεκτικού σχεδίου αλλαγής της οργανωτικής δομής των δευτεροβάθμιων και τριτοβάθμιων ενώσεων και ανασυγκρότησης τους. Ένα σχέδιο που αποτελεί την αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη αλλαγής σε αυτά τα επίπεδα.  

Σε δεύτερο βαθμό, χρειαζόμαστε ομοσπονδίες και εργατικά κέντρα με νέους όρους λειτουργίας. Ομοσπονδίες που θα ενοποιούν τους εργαζομένους στους κλάδους της οικονομίας και θα σχεδιάζουν την συνδικαλιστική κάλυψη όπου αυτή δεν υφίσταται, τις κοινές δράσεις των πρωτοβάθμιων σωματείων, την σύγκρουση με την εργοδοσία σε ολόκληρους κλάδους, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, μέσα από μονιμότερα και πιο ευέλικτα σχήματα.

Για να συμβεί αυτό όμως χρειάζονται μια σειρά από ριζικές αλλαγές. Πρέπει να πάψουν οι ομοσπονδίες να λειτουργούν ως  χώροι καταγραφής συσχετισμών αλλά να επιτελέσουν τον ουσιαστικό ρόλο ύπαρξής τους. Πρέπει να μειωθεί ο αριθμός τους ώστε να καλύπτει μια ομοσπονδία κάθε ευρύ κλάδο της παραγωγής και όχι να δημιουργούνται ομοσπονδίες για να προκύπτουν καλύτεροι συσχετισμοί για πολιτικές δυνάμεις. Χρειάζεται δημοκρατικότερη λειτουργία των ενδιάμεσων οργάνων και αλληλεπίδραση με τα συνδικάτα. Ενδεχομένως θα έπρεπε να πειραματιστούμε με νέα μοντέλα, όπου εκτός των εκλεγμένων στα όργανα των ομοσπονδιών από τα συνέδριά τους να υπάρχει και ένα μέρος των οργάνων τους που να αποτελείται από απευθείας αιρετούς από τα συνδικάτα, οι οποίοι να εναλλάσσονται με τις εκλογές του εκάστοτε πρωτοβάθμιου και όχι στο συνέδριο της ομοσπονδίας, για να υπάρχει μεγαλύτερη αντιστοίχηση της κατάστασης και του συσχετισμού μεταξύ πρωτοβάθμιων σωματείων και ομοσπονδίας.

Χρειάζεται ταυτόχρονα η άρση διαχωρισμών που ανταποκρίνονταν οργανωτικά σε άλλες εποχές, όπως η ύπαρξη ομοσπονδιών που αφορούν τις πρώην ΔΕΚΟ, όταν - για παράδειγμα - η ενέργεια ή οι τηλεπικοινωνίες αφορούν πολύ ευρύτερες ομάδες εργαζομένων ως τομείς εργασίας. Αντίστοιχες αλλαγές απαιτούνται και στη διάρθρωση, τη λειτουργία και τη λογική των Εργατικών Κέντρων, τα οποία, όπως προαναφέραμε[1] οφείλουν να διαδραματίσουν ειδικό ρόλο στην οργάνωση των ανέργων και επισφαλώς εργαζομένων.

Στην ίδια λογική, σε τριτοβάθμιο επίπεδο, θα πρέπει να προτείνουμε την άρση του διαχωρισμού των εργαζομένων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, ο οποίος δεν αφορά μόνο κλάδους και ομοσπονδίες, αλλά το εργατικό κίνημα συνολικότερα. Η  συγκρότηση μιας ενιαίας συνομοσπονδίας εργαζομένων εξυπηρετεί την ορθή λειτουργία των ομοσπονδιών ανα κλάδο. Ο κλάδος της υγείας για παράδειγμα, θα πρέπει να συγκροτείται σε μια κοινή ομοσπονδία εργαζομένων στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα.  

Οι εργασιακές σχέσεις αποδιαρθρώνονται όχι μόνο στον ιδιωτικό, αλλά και στον δημόσιο τομέα. Η απαγόρευση νέων προσλήψεων έχει ήδη μαζικοποιήσει τους επισφαλώς εργαζόμενους στους δήμους και σε πολλές υπηρεσίες το δημοσίου, πρώην δημόσιες επιχειρήσεις περνάνε στον έλεγχο ιδιωτών, εργαζόμενοι της γκρίζας ζώνης βρίσκονται ακάλυπτοι. Αντιλαμβανόμενη αυτήν την κατάσταση, η πλειοψηφία - αν και όχι η απαιτούμενη διευρυμένη - του συνεδρίου της ΑΔΕΔΥ συμφώνησε ότι πρέπει οι εργαζόμενοι των κοινωφελών προγραμμάτων να εντάσσονται οργανωτικά στη δύναμή της.  

Την ίδια στιγμή, το εργατικό κίνημα δεν φαίνεται να θέτει υπό αίρεση τον οργανωτικό διαχωρισμό των εργαζομένων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, έναν διαχωρισμό που προέκυψε ακριβώς για να "προστατεύσει" τα συνδικάτα των δημοσίων υπαλλήλων από το μικρόβιο της ταξικής αναμέτρησης[2], και  φαντάζει σήμερα εντελώς παρωχημένος. Πλην της γαλήνης των γραφειοκρατιών, δεν αντιλαμβανόμαστε τι άλλο θα διαταραχθεί εάν εκκινήσει μια συγκροτημένη πορεία ενοποίησης των εργαζομένων σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα σε όλα τα επίπεδα.

 

Για την υπέρβαση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας

Προϋπόθεση όμως για όλα τα παραπάνω αποτελεί να σταματήσει ο συνδικαλισμός να είναι επάγγελμα ή ακόμα και καριέρα για λίγους και λίγες, φαινόμενο που κυρίως εντοπίζεται στα ανώτερα επίπεδα οργάνωσης. Τα συνδικαλιστικά "προνόμια", τα οποία κατοχυρώθηκαν ώστε να μπορούν οι εκλεγμένοι συνδικαλιστές να προσφέρουν και να οργανώνουν αποτελεσματικότερα τους αγώνες των συναδέλφων τους, έχουν σε πολλές περιπτώσεις μετατραπεί σε τρόπο αποφυγής της εργασίας για δύο και τρεις δεκαετίες για ορισμένους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να συμπεριφέρονται - και μάλιστα από θέσεις ισχύος - ως υπάλληλοι που δεν θέλουν να χάσουν τη θέση εργασίας τους. Εάν ο κατακερματισμός των συνδικάτων είναι που διασφαλίζει την απόσπασή τους στο συνδικάτο από την οργανική θέση τους, θα υποστηρίξουν τον κατακερματισμό, παρότι είναι εξόφθαλμα αναποτελεσματικός και αποβαίνει εις βάρος των εργαζομένων.

Η πολιτική βούληση δεν αρκεί για να εξαλειφθούν τέτοια φαινόμενα, αν και είναι δεδομένο ότι θα έπρεπε να υπάρχει, τουλάχιστον στις δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά, αν και όχι μόνο σε αυτές. Η εναλλαγή ρόλων και η διάχυση δικαιωμάτων και ευθυνών επιτρέπει την εκπαίδευση περισσοτέρων στη συνδικαλιστική δουλειά, και αποτελεί όπλο στα χέρια των εργαζομένων. Θα έπρεπε επομένως να επιδιώκεται και να λειτουργεί και πρωτοβουλιακά, οι συνδικαλιστές να επιδιώκουν να συμβάλλουν στην πολιτική συγκρότηση και οργανωτική εκπαίδευση περισσοτέρων ικανών να αντεπεξέρχονται στις δυσκολίες, να δημιουργούν γεγονότα στους χώρους δουλειάς, να οργανώνουν τους εργαζομένους, παρατάξεις, συνδικάτα, και να πολλαπλασιάζουν έτσι την ισχύ του εργατικού κινήματος. Κι όμως, η επικρατούσα κατάσταση και η αντιμετώπιση συνδικαλιστικών θέσεων ως αιωνίως προνομιακών, παράγει την αντίθετη ροπή.

Χρειάζονται επομένως και οργανωτικά μέτρα που δεν θα επιτρέπουν την παραμονή για πάνω από δύο "μεγάλες" θητείες, δηλαδή έξι χρόνια σε συνδικαλιστική θέση με απόσπαση. Οι συνδικαλιστές σε αποσπασμένες θέσεις θα πρέπει να επιστρέφουν στην οργανική τους θέση για διάστημα τουλάχιστον ίσο με αυτό της απόσπασης πριν αποσπαστούν ξανά. Διαφορετικά χάνουν σταδιακά την εικόνα του χώρου εργασίας, των προβλημάτων, της αντίληψης των συναδέλφων τους, και μετατρέπονται σε μέλη ενός γραφειοκρατικού στρώματος το οποίο ενδεχομένως αγωνίζεται για τα δικαιώματα των εργαζομένων επειδή "αυτή είναι η δουλειά του", αλλά αυτό απέχει παρασάγγας από το να αγωνίζεται για δικαιώματα που τα θεωρεί και δικά του. Η γραφειοκρατικοποίηση και η λογική της καριέρας εξηγεί πολλά από τα φαινόμενα σήψης που παρατηρούνται, και είναι υπεύθυνη σε μεγάλο βαθμό για την εικόνα που έχουν οι εργαζόμενοι για το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά και για τις λαβές που αποκτούν οι κυρίαρχες αφηγήσεις για να στρέψουν τον κοινωνικό αυτοματισμό εις βάρος όλου του εργατικού κινήματος.

 

 

[1]Εργατικό κίνημα: Κατάσταση και προοπτικές: 2β. Νέες πρακτικές για την γκρίζα ζώνη επισφάλειας και ανεργίας

[2] Το 1945 με κρατική παρέμβαση (Συντακτική Πράξη 59/1945), ιδρύθηκε η ΑΔΕΔΥ από ελεγχόμενες από το κράτος συνδικαλιστικές οργανώσεις