Απόψεις

Εργατικό κίνημα: Κατάσταση και προοπτικές

15/03/2017

των Γιάννου Γιαννόπουλου, Νάγιας Νικολάου, Γιώργου Χριστοφόρου

2γ. Προοπτικές: Νέες μορφές αγώνα, απευθείας απέναντι στην εργοδοσία

 

Πέραν των μορφών οργάνωσης, παραδοσιακών και νεότερων, ένα σημαντικό ερώτημα που καλείται να απαντήσει στις νέες συνθήκες το εργατικό κίνημα, αφορά τις μορφές αγώνα. Είναι δεδομένο ότι η παλιά συνθήκη, αυτή της περιόδου της ανάπτυξης κατά την οποία το κράτος  - ως συλλογικός οργανωτής των συμφερόντων του αστικού συνασπισμού εξουσίας - επενέβαινε για να διαμεσολαβεί τις διενέξεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων έχει διαρραγεί χωρίς επιστροφή. Η επικράτηση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων και η οξυμένη ανεργία έχουν μετατοπίσει συντριπτικά το συσχετισμό δύναμης, τόσο που σε μια σειρά περιπτώσεων ακόμα και ταχείες αντιδραστικές μνημονιακές αναδιαρθρώσεις της νομοθεσίας δεν προλαβαίνουν να καλύψουν νομικά τα όσα συμβαίνουν στην πράξη στους χώρους εργασίας. Οι πολλές καταγγελίες για την επιστροφή του δώρου των Χριστουγέννων στην εργοδοσία "στο χέρι" αφού πρώτα είχε φανεί ότι έχει καταβληθεί στα ηλεκτρονικά συστήματα[1], αποτελεί πρόσφατο τρανταχτό παράδειγμα, μία από τις πολλές περιπτώσεις στις οποίες οι εργαζόμενοι αναγκάζονται υπό τον ωμό εκβιασμό της απόλυσης να απεμπολήσουν ακόμα και αυτά τα ελάχιστα δικαιώματα που τους έχουν απομείνει.

Με αυτά τα δεδομένα, είναι σαφές πως δεν μπορούμε να πορευόμαστε όπως στο παρελθόν. Η επαναλαμβανόμενη μεθοδολογία των παραστάσεων διαμαρτυρίας και των "ορθολογικών" κινητοποιήσεων μέχρι την μεσολάβηση της διαιτησίας και τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων είναι προφανές ότι δεν επαρκεί, και δεν οδηγεί σε συλλογικές συμβάσεις πλην ελαχίστων εξαιρέσεων μεγάλης συγκεντροποίησης ή ειδικών χαρακτηριστικών συγκεκριμένων τομέων της οικονομίας (λ.χ. αυτών με εξαγωγικό προσανατολισμό) που επιτρέπουν στα αφεντικά να προχωρούν σε μεγαλύτερες παραχωρήσεις προς τους εργαζομένους για να διασφαλίζουν την κοινωνική ειρήνη. Αυτό βέβαια συμβαίνει συνήθως σε μονάδες της παραγωγής όπου οι εργαζόμενοι είναι οργανωμένοι, και ταυτόχρονα έχουν τη δυνατότητα να μπλοκάρουν την παραγωγική ή γενικότερη οικονομική διαδικασία (τράπεζες, εργοστάσια, μεγάλες επιχειρήσεις με χωρικά συγκεντρωμένες υποδομές κλπ) ώστε να διεκδικήσουν.

Δεν είναι τυχαία η πορεία του αριθμού των επιχειρησιακών συμβάσεων σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα είδη συμβάσεων από την κατάργηση της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης για τους εργαζόμενους το 2011 και έπειτα[2]. Η δυνατότητα να συνάπτονται ακόμα κλαδικές συμβάσεις σε περιπτώσεις σαν τις προαναφερθείσες, και ειδικότερα η αξιοποίησή της από τους εργαζόμενους ώστε να πιέζουν για κλαδικές συμβάσεις σε χώρους που υπάρχει καλύτερος συσχετισμός δύναμης και αυτές να εφαρμόζονται σε όλες τις επιχειρήσεις του κλάδου δια της εσωτερικής ρύθμισης ή επιβολής στο εσωτερικό του εργοδοτικού μπλοκ, «ζόριζε» την εργοδοσία, η οποία πλέον επιχειρεί να συνάπτει επιχειρησιακές συμβάσεις δυσμενέστερες των κλαδικών με "ενώσεις προσώπων" – κατ’ ουσίαν, ελεγχόμενα υποκατάστατα σωματείων -, ώστε να μην υπόκειται σε κανενός είδους πίεση έξω από το επίπεδο της παραγωγικής μονάδας, όπου έχει τον απόλυτο έλεγχο. Η παραπάνω αντιμεταρρύθμιση δεν είναι όμως, από ό,τι φαίνεται, επαρκής για τους εργοδότες που ενδεχομένως δυσκολεύονται να συνάψουν δυσμενέστερες επιχειρησιακές συμβάσεις, και έτσι στο νέο πακέτο για τα εργασιακά φημολογείται ότι θα υπάρχει και ρήτρα απόκλισης από τις κλαδικές συμβάσεις, προς το χειρότερο φυσικά, για ορισμένες επιχειρήσεις.

Οι κινήσεις της εργοδοσίας δίνουν και ορισμένες ιδέες προς αξιοποίηση. Δεν χρειάζεται το εργατικό κίνημα να επανεφεύρει τα πάντα, αρκεί σε πρώτη φάση να επιστρέψει στην ιστορική εμπειρία πριν την καθιέρωση του διαιτητικού ρόλου του κράτους και της μεσολάβησης. Η απευθείας αντιπαράθεση με την εργοδοσία στο επίπεδο της επιχείρησης, για τις μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά και του κλάδου, είναι ικανή πιθανώς να φέρει ξανά νίκες, τουλάχιστον, σε πρώτη φάση, στους τομείς της οικονομίας που παραμένουν κερδοφόροι. Απευθείας αντιπαράθεση δεν σημαίνει οπωσδήποτε την υιοθέτηση μονάχα της απεργίας ως μορφής αγώνα. Η αντιπαράθεση γίνεται με πολεμικούς όρους από τη μεριά του κεφαλαίου, και οι εργαζόμενοι δεν έχουν κανέναν λόγο να καταφεύγουν στις συμβατικές μορφές αγώνα, οι οποίες κινούνταν εντός του προηγούμενου πλαισίου. Πρέπει να εκμεταλλευτούμε το γεγονός ότι ως εργαζόμενοι έχουμε τη γνώση των ειδικών λειτουργιών της παραγωγής σε κάθε κλάδο και επιχείρηση, και αξιοποιώντας τις ιδιαιτερότητες και τις δυνατότητές μας, να επιχειρήσουμε πλήγματα με μεγαλύτερο αντίκτυπο. Η επιλεκτική παρέμβαση σε μεγάλες επιχειρήσεις, σε χρονικούς κόμβους που θα τους κοστίσει περισσότερο, θα μπορούσε να είναι μια τέτοια επιλογή. Για παράδειγμα, η διακοπή των εργασιών με απεργιακές παρεμβάσεις σε εργοτάξια προς το τέλος της χρονικής λήξης κρίσιμων συμβάσεων, δύναται να προκαλέσει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα.

Μια ακόμα μεγάλη δυνατότητα που πρέπει να αξιοποιηθεί κατά κόρον είναι το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις που έχουν "εμπορικό τμήμα", δηλαδή άμεσες συναλλαγές με ιδιώτες καταναλωτές και χρήστες των υπηρεσιών τους φοβούνται το "τσαλάκωμα" της δημόσιας εικόνας τους και το πιθανό μποϊκοτάζ. Ειδικά σε αγορές που υπάρχει ένας σχετικός ανταγωνισμός μεταξύ επιχειρήσεων, η αρνητική διαφήμιση της καταπάτησης εργατικών δικαιωμάτων παράγει μεγάλες πιέσεις στην εργοδοσία ώστε να μην υπερβαίνει τα εσκαμμένα και να μην ζημιώνεται έτσι η δημόσια εικόνα της, και επομένως και η πελατεία της. Το παράδειγμα του μεγάλου μποϊκοτάζ του  «ούτε γουλιά» που ξεκίνησαν από το κλείσιμο του εργοστασίου της Coca Cola στη Βόρειο Ελλάδα και φαίνεται να παράγει σημαντικά αποτελέσματα, ή των κινητοποιήσεων για την ανάκληση της απόλυσης εγκύου εργαζομένης από τη MIGATO το 2015 είναι ένας χαρακτηριστικός οδοδείκτης. Στη δεύτερη περίπτωση, που είναι και λιγότερο γνωστή, η επιχείρηση δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερο πρόβλημα με την πρώτη παράσταση διαμαρτυρίας του Σωματείου Μισθωτών Τεχνικών στα αφανή γραφεία της, αλλά ανέκρουσε πρύμναν και τελικά ικανοποίησε τις απαιτήσεις της απολυμένης όταν η αντιπαράθεση μεταφέρθηκε μπροστά στις εμπορικές της βιτρίνες, με αποτέλεσμα το ζήτημα να γίνεται γνωστό στο ευρύ καταναλωτικό κοινό.

Προφανώς τα παραπάνω δεν επαρκούν για να απαντήσουν στα πιο κρίσιμα ζητήματα των ημερών, όπως οι περικοπές θέσεων εργασίας σε επιχειρήσεις που μειώνουν την παραγωγή τους, με αποτέλεσμα να έχουν τη δυνατότητα να απορροφούν τους κραδασμούς από κινητοποιήσεις εργαζομένων οι οποίες μπλοκάρουν την παραγωγική διαδικασία. Η αμηχανία του εργατικού κινήματος μπροστά σε τέτοιες καταστάσεις είναι εμφανής ακόμα και για τα πιο υγιή και αγωνιστικά τμήματά του. Η ηρωική πολύμηνη απεργία των χαλυβουργών είχε το μειονέκτημα ότι η συγκεκριμένη βιομηχανία ήθελε να μειώσει την παραγωγή και είχε τη δυνατότητα να διαχειρίζεται τις απαιτήσεις της ζήτησης από το δεύτερο εργοστάσιό της στο Βόλο, και να αποσυμπιέζει κατ' αυτόν τον τρόπο τις επιπτώσεις της μεγαλειώδους απεργίας στην Αθήνα. Χρειάζεται βαθύτερη αναζήτηση σε αυτήν την κατεύθυνση ώστε  την κρίση σε τέτοιους τομείς και επιχειρήσεις της οικονομίας να την πληρώσουν οι εργοδότες, και να σταματήσει η συρρίκνωση να γίνεται σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας. Όταν οι επιχειρήσεις φτάνουν σε σημείο κλεισίματος, η ανάληψη των μέσων παραγωγής από τους εργαζόμενους και η συνέχιση της λειτουργίας τους από τους ίδιους αποτελεί απάντηση στο σήμερα, αλλά χρειάζεται να εξελιχθεί ώστε να αποτελέσει μια μαζική πρακτική, με αξιοπρεπή οικονομικά αποτελέσματα για τους εργαζόμενους, και δυνατότητα αντίστασης στον πόλεμο που δέχονται τέτοια εγχειρήματα από τους εργοδότες με δικαστικά και άλλα μέσα.

 

[1] Σοβαρές καταγγελίες Νεφελούδη σχετικά με τη (μη) καταβολή του Δώρου Χριστουγέννων

[2] Ναυτεμπορική, Η μεγάλη ανατροπή των ΣΣΕ σε 6 έτη