Απόψεις

Να δείξουμε στην πράξη ότι διαλέγουμε το δρόμο της ρήξης

04/01/2016

Παναγιώτης Σωτήρης

Αναδημοσίευση από ektosgrammis.gr

Με αφορμή τη συζήτηση που γίνεται για την Περιφέρεια Αττικής θεωρώ αναγκαίο να επισημάνω ορισμένα σημεία. Άλλωστε, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις είναι προτιμότερο να ανοίγουν πάνω σε συγκεκριμένα θέματα, όπου γίνονται πολύ πιο σαφείς οι απολήξεις των γραμμών, παρά σε επίπεδο γενικών κατευθύνσεων, όπου και μπορεί πιο εύκολα να υπάρξει μια γενική συμφωνία χωρίς συγκεκριμένη, όμως, απόληξη.

Πιο συγκεκριμένα, το θέμα της Περιφέρειας Αττικής είναι ένα πεδίο όπου η Λαϊκή Ενότητα καλείται να αποδείξει όχι τόσο τη γενική της αντιπολιτευτική και αντικυβερνητική διάθεση, όσο το εάν και κατά πόσο μπορεί να κάνει πολιτική με άλλο τρόπο, άλλο περιεχόμενο και άλλη κινηματική λογική. Κρίνεται, δηλαδή, ως προς το εάν μπορεί να έχει μια άλλη σχέση λόγων και πράξεων και μια πραγματική και έμπρακτη αυτοκριτική τομή με τη διαχειριστική λογική που δυστυχώς σφράγισε τη διαδρομή μεγάλου μέρους της Αριστεράς στον τόπο μας. Ο κόσμος του αγώνα δεν περιμένει από εμάς απλώς να μιλάμε για τη ρήξη με τα μνημόνια, το ευρώ και την ΕΕ. Περιμένει να δείξουμε ότι η ρήξη είναι εφικτή, ότι υπάρχουν τρόποι τα πράγματα να γίνουν αλλιώς, ότι ένας δήμος, μια περιφέρεια, ή –σε ένα άλλο επίπεδο– ένα συνδικάτο μπορούν να είναι χώροι μετασχηματισμού και όχι απλώς πεδία διαχείρισης του υπάρχοντος και κατανομής μικροεξουσιών.

Επειδή από διάφορες πλευρές ακούμε ότι το «προγραμματικό πλαίσιο» της Παράταξης «Δύναμη Ζωής», με επικεφαλής τη Ρένα Δούρου, ήταν ένα ριζοσπαστικό πλαίσιο, που όσο δεν παραβιάζεται επιτρέπει σε στελέχη της ΛΑΕ να παραμένουν σε αυτή την παράταξη, καλό θα ήταν να θυμόμαστε ότι το πλαίσιο αυτό, ήδη από την προεκλογική του διατύπωση, ήταν ενταγμένο στην κυρίαρχη λογική και δεν απέπνεε ούτε ριζοσπαστισμό ούτε ρήξη με τις πολιτικές της λιτότητας, των αναδιαρθρώσεων και των ευρωμονοδρόμων. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι ήταν ένα πρόγραμμα που:

  • Δεν συγκρουόταν συνολικά με τον Καλλικράτη, αλλά μόνο με τις «αντιδημοκρατικές πτυχές του», επί της ουσίας, δηλαδή, δεχόταν μία από τις μεγαλύτερες «εκσυγχρονιστικές» αναδιαρθρώσεις των τελευταίων ετών.
  • Όριζε ως αναπτυξιακό πλαίσιο την καλή αξιοποίηση του νέου ΕΣΠΑ (ΣΕΣ), παραβλέποντας όλα τα προβλήματα με τις δαπάνες του ΕΣΠΑ, τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις που συνεπάγονται, την ιδιωτικοοικονομική λογική που φέρνουν. Έφτανε μέχρι του σημείου να μιλάει για «μόχλευση εθνικών και δημόσιων πόρων».
  • Αντιμετώπιζε την ανθρωπιστική κρίση όχι με όρους ανατροπής της συνθήκης εξαθλίωσης αλλά με όρους αξιοποίησης των δομών αλληλεγγύης και των πρακτικών φιλανθρωπίας (εκκλησία κ.λπ.) παραβλέποντας ότι από μια κρατική δομή όπως η Περιφέρεια κανείς περιμένει άλλης κλίμακας και άλλης ποιότητας δράσεις.
  • Ήταν συνειδητά γενικόλογο σε ό,τι αφορά το θέμα της διαχείρισης των απορριμμάτων, το πότε θα κλείσει η Φυλή και πώς θα γίνει η νέα χωροθέτηση. Ούτε πρότεινε ένα συγκεκριμένο μοντέλο για το πώς θα μπορούσε να προχωρήσει μια εναλλακτική διαχείριση που θα έφερνε τη διαλογή στην πηγή και την πραγματική ανακύκλωση σε μεγάλη κλίμακα (αντί για το διαρκές σκάνδαλο της ΕΕΑΑ και των «μπλε κάδων»).

Πάνω από όλα ήταν ένα πλαίσιο το οποίο δεν απείχε από ένα κλασικό μοντέλο προεκλογικών υποσχέσεων. Δεν απέπνεε κινηματική λογική. Απέπνεε «αριστερή βλαχοδημαρχία», δηλαδή τη λογική «ψήφισέ με και θα κάνω ό,τι μπορώ», σε συνδυασμό με τεχνοκρατικές προτάσεις αμφίβολης εφαρμογής.
Επιπλέον, εξαρχής φάνηκε ότι η διάθεση «σύγκρουσης με τη διαπλοκή» ήταν περισσότερο ρητορική και λιγότερο πραγματική. Από τα «τυχαία» γεύματα της υποψήφιας περιφερειάρχη με τον εφοπλιστή Μαρινάκη, την ώρα που ο υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ για τη δημαρχία του Πειραιά Θ. Δρίτσας έδινε μάχη ενάντια στο σύστημα Μαρινάκη - Μώραλη, μέχρι τις συναντήσεις με τον Μελισσανίδη και τις διαβεβαιώσεις για το γήπεδο της ΑΕΚ τα παραδείγματα αναζήτησης προνομιακών σχέσεων με επιχειρηματίες είναι αρκετά.

Σε ό,τι αφορά την πιο πολυδιαφημισμένη πλευρά της «σύγκρουσης» με τα συμφέροντα, δηλαδή την ακύρωση των τεσσάρων ΣΔΙΤ για την περιφέρεια Αττικής, καλό να την δούμε λίγο πιο συνολικά. Καταρχάς, η κίνηση εντασσόταν στην προεκλογική εκστρατεία του ΣΥΡΙΖΑ για τις εκλογές του Γενάρη του 2015. Επιπλέον, ήδη από το Μάιο το 2014 είχε γίνει γνωστό ότι οι σχετικοί όροι των διαγωνισμών ήταν ως προς τους μηχανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης «στον αέρα» και δεν θα μπορούσε να προχωρήσει η χρηματοδότησή τους χωρίς μεγάλες αλλαγές στις σχετικές συμβάσεις.

Προφανώς και είναι θετικό που καταργήθηκαν τα 4 ΣΔΙΤ εργοστάσια καύσης. Όμως, αυτό είναι το πρόβλημα: καταργήθηκαν αυτά τα ΣΔΙΤ και δεν ήρθε ούτε μια σύγκρουση συνολικά με τη λογική των ΣΔΙΤ και των αναθέσεων στους ιδιώτες, ούτε μια άλλη αντίληψη γα τη διαχείριση των απορριμμάτων. Και εδώ πρέπει να πούμε ότι ο σχετικός απολογισμός της Περιφέρειας Αττικής είναι αρνητικός. Η απευθείας ανάθεση της λειτουργίας του αποτεφρωτήρα επικίνδυνων υγειονομικών αποβλήτων σε εταιρία συμφερόντων Μπόμπολα, η πρόσφατη παράταση της απευθείας ανάθεσης της λειτουργίας του Εργοστασίου Μηχανικής Ανακύκλωσης πάλι σε εταιρεία του ομίλου Μπόμπολα, το γεγονός ότι ενάμισι χρόνο μετά η ανακύκλωση στην Αττική είναι στα χέρια της ΕΕΑΑ και το ποσοστό της περίπου στο 5%, η συναίνεση στην ιδιωτικοποίηση της έκτασης των «Αστεριών Γλυφάδας», δείχνουν ότι κάθε άλλο παρά είχαμε μια συνολική απόρριψη της λογικής της ανάθεσης σε ιδιώτες και των ΣΔΙΤ. Αντίθετα, είναι εμφανές ότι οι «εθνικοί εργολάβοι» θα συνεχίσουν να παίρνουν έργα από την Περιφέρεια Αττικής.

Άλλωστε, ο ΠΕΣΔΑ Αττικής (περιφερειακός σχεδιασμός για τη διαχείριση των απορριμμάτων), όχι μόνο είναι αρκετά πιο πίσω από τα βήματα προόδου που περιλαμβάνει ο ΕΣΔΑ (ο εθνικός σχεδιασμός), εξακολουθώντας να στηρίζεται στην παράταση λειτουργίας της Φυλής, στην προοπτική λειτουργίας του ΧΥΤΑ Γραμματικού, στις ίδιες χωροθετήσεις του προηγούμενου ΠΕΣΔΑ (ακόμη και στην Κερατέα) και στη συμπερίληψη της θερμική επεξεργασίας (καύσης) ως λύσης, αλλά και ανοίγει πλήρως το δρόμο για ΣΔΙΤ μικρότερης κλίμακας. Άλλωστε, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει αποδεχτεί τη λογική των ΣΔΙΤ, όπως φαίνεται από την έγκριση σχετικού έργου για τη Δυτική Μακεδονία.

Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της παραχώρησης εκτάσεων του ΟΛΠ στο δήμο Κερατσινίου-Δραπετσώνας, είναι σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με μια επιτυχία όσων αγωνίστηκαν γι’ αυτό το θέμα, πρώτα από όλα των ίδιων των κατοίκων, εδώ και αρκετά χρόνια, αλλά και όσων συνέβαλαν, πρώτα και κύρια της νομοθετικής προεργασίας που είχε γίνει υπό τον Παναγιώτη Λαφαζάνη. Δεν ήταν μια νίκη ειδικά της περιφέρειας Αττικής. Ήταν, όμως, και ελιγμός του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, ήδη από την προεκλογική περίοδο, για να μπορέσει να ενισχύσει τη θέση του στην περιοχή, ελιγμός που δεν ακυρώνει τον πυρήνα της ιδιωτικοποίησης του λιμανιού. Άλλωστε, ότι η όλη διαδικασία ήταν σε συνεννόηση και με τους Κινέζους επενδυτές αποδεικνύεται από τις εκ των υστέρων δηλώσεις του επικεφαλής του ΤΑΙΠΕΔ Σ. Πιτσιόρλα ότι «στη συγκεκριμένη περιοχή δεν μπορούσε να γίνει απολύτως κανένα λιμενικό έργο».
Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν είναι όλες οι «αντιθέσεις» στο ξεπούλημα του λιμανιού στην Cosco, από την ίδια σκοπιά. Υπάρχει η αντίθεση από τη σκοπιά των συμφερόντων των εργαζομένων στο λιμάνι και του δημόσιου συμφέροντος, υπάρχει και η αντίθεση από τη σκοπιά συγκρουόμενων επιχειρηματικών συμφερόντων, όπως ο Μαρινάκης και το λόμπι των εφοπλιστών (και του «ιδιόκτητου» πλέον Δήμου Πειραιά) που ήταν αντίθετοι στην παραχώρηση στους Κινέζους γιατί ήθελαν μια συμφέρουσα γι’ αυτούς ιδιωτικοποίηση του λιμανιού.

Με αυτή την έννοια το πρόβλημα πολιτικής κατεύθυνσης της «Δύναμης Ζωής» είναι δομικό και αφορά τον πυρήνα μιας δεξιάς λογικής που διαπερνούσε αυτό το αυτοδιοικητικό εγχείρημα εξαρχής. Η παρουσία τόσο σημαντικού αριθμού στελεχών προερχόμενων από το Αριστερό Ρεύμα εκεί μπορεί να εξηγηθεί ίσως με όρους συμβιβασμών και τακτικών εντός ΣΥΡΙΖΑ στην περίοδο πριν τις εκλογές του 2014-15, όμως πολιτικά δεν μπορεί παρά να αξιολογηθεί ως ένα πολιτικό λάθος τις επιπτώσεις του οποίου τις βλέπουμε ακόμη και σήμερα.

Να το πούμε πολύ απλά: το θέμα δεν είναι εάν τηρείται το πρόγραμμα της Δύναμης Ζωής. Το θέμα ότι και να τηρούνταν αυτό το πρόγραμμα, αυτό είναι πίσω και ενάντια στις ανάγκες των πολιτών και των εργαζομένων στην Αττική, δεν είναι ένα πρόγραμμα που συγκρούεται με επιχειρηματίες και η μέχρι τώρα πρακτική της διοίκησης της Περιφέρειας σε κανένα βαθμό δεν συνιστά αριστερή πολιτική. Από τις επανειλημμένες αποφάσεις εξυπηρέτησης επιχειρηματικών συμφερόντων που αναφέραμε πιο πάνω, στην επιμονή στην ολοκλήρωση (και χρηματοδότηση) του ΧΥΤΑ Γραμματικού σε ρήξη με την πάνδημη βούληση των κατοίκων της περιοχής, στην εγγραφή στον Προϋπολογισμό της Περιφέρειας δαπανών υπέρ ιδιωτικών ΠΑΕ (ΑΕΚ, Παναθηναϊκός κ.λπ.), στην παράδοση των αποθεματικών της Περιφέρειας ουσιαστικά στην εξυπηρέτηση του χρέους, στον περιορισμό της κοινωνικής πολιτικής βασικά στη διαχείριση κυρίως μεταβιβαστικών δαπανών, τα παραδείγματα της δεξιόστροφης διαχειριστικής λογικής είναι πάρα πολλά.

Ότι η Περιφερειάρχης Αττικής, γνωστή άλλωστε για την προσωπική πολιτική φιλοδοξία της (που συμπυκνώθηκε στο αμίμητο «κάντε όλοι ένα βήμα πίσω» της βραδιάς της εκλογικής της νίκης), έχει υπάρξει ιδιαίτερα προσεκτική ως προς την μη ταύτισή της με την κυβέρνηση Τσίπρα, επιδιώκοντας ίσως να αναδειχτεί σε εναλλακτικό πόλο εντός ΣΥΡΙΖΑ, δεν σημαίνει ότι είναι «σύμμαχη δύναμη» ή πλευρά της αναγκαίας επανίδρυσης της Αριστεράς και επομένως ουδεμία ανάγκη έχουμε να την εξυπηρετήσουμε στις όποιες επιδιώξεις της.

Αυτή τη στιγμή η «Δύναμη Ζωής» είναι μια μνημονιακή αυτοδιοικητική παράταξη, με την οποία όσοι αναφέρονται στην Αριστερά δεν μπορούν να έχουν σχέση. Αντίθετα, μια ρήξη σήμερα στην «Δύναμη Ζωής» αντικειμενικά θα απελευθέρωνε δυνάμεις και σε συνδυασμό με άλλες αγωνιστικές αριστερές φωνές μέσα και έξω από το περιφερειακό συμβούλιο, θα διαμόρφωνε εκείνη την ισχυρή κινηματική αντιπολίτευση που θα εμποδίσει το πέρασμα των πολιτικών που υλοποιούν τα μνημόνια και εξυπηρετούν επιχειρηματικά συμφέροντα, θα διαμόρφωνε ανάχωμα στην προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να αξιοποιήσει την περιφέρεια για την εφαρμογή του κυβερνητικού προγράμματός του.

Πλάι στους περιφερειακούς συμβούλους της ΛΑΕ που έχουν ήδη διαφοροποιηθεί, υπάρχει η Αντικαπιταλιστική Ανατροπή, ένα σχήμα που έχει σημαντική δράση στην ανάδειξη των ζητημάτων της Αττικής, υπάρχει πλήθος ριζοσπαστικών τοπικών σχημάτων, υπάρχει η μάχη που δίνεται σε τουλάχιστον τρεις δήμους της Αττικής (Χαλάνδρι, Νέα Φιλαδέλφεια, Κερατσίνι-Δραπετσώνα), υπάρχουν σημαντικές πρωτοβουλίες όπως η ΠΡΩΣΥΝΑΤ, υπάρχουν λαϊκές συνελεύσεις και τοπικές πρωτοβουλίες, υπάρχουν επιτροπές αγώνα όπως αυτές της Φυλής και του Γραμματικού. Σε επίπεδο αντιπολίτευσης υπάρχει βάση συνεννόησης και με δυνάμεις του ΚΚΕ. Εκεί πρέπει να ρίξουμε το βάρος μας, στο συντονισμό όλου αυτού του δυναμικού και όχι σε μια ατελέσφορη «συγκυβέρνηση» με το ΣΥΡΙΖΑ από την οποία εισπράττουμε μόνο πολιτικό κόστος. Μια τέτοια κατεύθυνση διαμόρφωσης ενός αγωνιστικού πόλου στο τοπικό επίπεδο μπορεί να είναι κομβική πλευρά της συνολικότερης διαμόρφωσης ενός αποτελεσματικού μετώπου πάλης για την ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών.

Η αναφορά που γίνεται από διάφορες πλευρές ότι χρειάζεται προσοχή σε ό,τι αφορά τη ρήξη στο επίπεδο της Περιφέρειας Αττικής γιατί αυτό θα έχει «αλυσιδωτές αντιδράσεις» σε άλλες περιοχές, στην πραγματικότητα εισάγει «από το παράθυρο» τη χειρότερη λογική «συμφωνιών κάτω από τραπέζι». Κοινώς να τα βρούμε με το ΣΥΡΙΖΑ στην Περιφέρεια Αττικής για να μην κινηθεί εκδικητικά απέναντί μας σε Δήμους με αριστερούς δημάρχους που πολιτικά δεν ανήκουν στο ΣΥΡΙΖΑ ή σε άλλα αυτοδιοικητικά σχήματα. Πέραν του αλυσιτελούς αυτής της λογικής –ο ΣΥΡΙΖΑ θα εκβιάσει κάθε αυτοδιοικητικό σχήμα να διαλέξει την υποταγή στη μνημονιακή λογική ή τη ρήξη– στην πραγματικότητα αυτό δεν έχει σχέση με την παράδοση της Αριστεράς και του κινήματος. Μια πραγματικά αριστερή λογική για την αυτοδιοίκηση οφείλει να στηρίζεται κατεξοχήν στην κινηματική δράση, τη σύγκρουση και τη διεκδίκηση, όχι σε κομματικές ισορροπίες και συμφωνίες. Ειδάλλως, είναι ως εάν το μόνο που ενδιαφέρει είναι η με κάθε τρόπο συμμετοχή στη νομή της εξουσίας.

Σε τελική ανάλυση, το ερώτημα είναι ποιο είναι το μοντέλο αυτοδιοίκησης που θέλουμε, ειδικά σε μια εποχή που το «τοπικό κράτος» γίνεται στο θεσμικό πυρήνα του όλο και πιο αντιδραστικό. Στην πραγματικότητα, εδώ και καιρό συγκρούονται μέσα στην Αριστερά δύο λογικές: η μία λέει ότι πάνω από όλα χρειάζεται έμφαση στο κίνημα, στην οργάνωση του λαού από τα κάτω, στην κατοχύρωση μορφών «δημοκρατίας του αγώνα» (λαϊκές συνελεύσεις, επιτροπές αγώνα, αγωνιστικοί συντονισμοί), στη διαρκή σύγκρουση και διεκδίκηση, στη διαρκή κατάκτηση χώρου έναντι της κεντρικής εξουσίας, στη ειλικρίνεια έναντι του λαού ότι χωρίς αγώνα τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει. Σε αυτή την οπτική η κατάκτηση μιας δημαρχίας δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μια πιθανότητα που θα συμπυκνώνει κινηματικές διεργασίες και θα ανοίγει ένα δρόμο πειραματισμού και διεκδίκησης για να αποδειχτεί ότι έστω και με δυσκολίες μπορούν να υπάρξουν κατακτήσεις και ρήγματα.

Η άλλη λογική ήταν αυτή που έλεγε ότι πρέπει με κάθε τρόπο η Αριστερά να κατακτά θέσεις στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, να κάνει κάθε λογής συμμαχίες σε αυτή την κατεύθυνση (οι περίφημες «προοδευτικές» ή «δημοκρατικές» δυνάμεις), για να αποδείξει ότι μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα το υπάρχον, να κατέχει θέσεις ευθύνης με τις οποίες θα «εξυπηρετεί» τον λαό, ο οποίος μετά θα το θυμηθεί στην κάλπη, να μπορεί να αξιοποιεί τις δυνατότητες που υπάρχουν (να κάνει προσλήψεις, να δίνει αναθέσεις κ.λπ.). Η δεύτερη λογική δοκιμάστηκε, εξάντλησε τη δυναμική της ήδη από την εποχή της δεκαετίας του 1980 και άφησε κακή κληρονομιά διαχειριστικής λογικής, διαμόρφωσης «τοπικών μηχανισμών» και ταύτισης της Αριστεράς με τη νομή τοπικής εξουσίας, σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και τη διαπλοκή.

Όπως και με τη λογική ότι έπρεπε πάση θυσία αυτοί που διαφωνούσαν με την κεντρική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ να πάρουν Υπουργεία για να δείξουν ότι μπορούν να τα πάνε καλύτερα (λογική που παρέβλεπε ότι το πρόβλημα ήταν τελικά η κεντρική γραμμή της υποταγής) έτσι και αυτή η λογική δεν υπάρχει κανένας λόγος να επαναλαμβάνεται και σήμερα.

Σε μια περίοδο όπου ορθά η Λαϊκή Ενότητα προσανατολίζεται προς την ανασυγκρότηση της λαϊκής αυτοπεποίθησης και αντίστασης απέναντι στις μνημονιακές πολιτικές και τους ευρωμονοδρόμους, το πεδίο των τοπικών κινημάτων μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο. Αρκεί να πρυτανεύσει η λογική του συντονισμού όλων των αριστερών αγωνιστικών δυνάμεων, η έμπρακτη ρήξη με μνημονιακές διοικήσεις και η συλλογική επεξεργασία μιας αριστερής εναλλακτικής πρότασης έξω, πέρα και ενάντια στη λογική του ΕΣΠΑ, της «πράσινης επιχειρηματικότητας» και της ευέλικτης εργασίας.