Απόψεις

Ο Κλωντ Λεβί-Στρως και ο Άη-Βασίλης

21/12/2016

Antoine de Gaudemar

Μετάφραση και σχολιασμός: Δημήτρης Οικονομίδης

Πρωτότυπο: Claude Lévi-Strauss et le Père Noël


Δεν είναι μόνον τα παιδιά που ενδιαφέρονται για τον Άη-Βασίλη. Ο Κλωντ Λεβί-Στρως επίσης ασχολήθηκε σε ένα κείμενό του, που δημοσιεύτηκε το 1952 στην επιθεώρηση «Μοντέρνοι Καιροί» και επανεκδόθηκε από ένα μικρό εκδοτικό οίκο της Τουλούζ [1]. Ο Κλωντ Λεβί-Στρως αναρωτήθηκε σε αυτό το κείμενο σχετικά με τον Άη-Βασίλη με αφορμή ένα απίστευτο γεγονός που συνέβη στη Ντιζόν τα Χριστούγεννα του 1951: το κρέμασμα και το κάψιμο ενός ομοιώματος του Άη-Βασίλη στον  περίβολο του καθεδρικού ναού της πόλης, και μάλιστα μπροστά σε 250 παιδάκια  του κατηχητικού.  Αυτό το υψηλής  παιδαγωγικής αξίας βασανιστήριο διοργανώθηκε από τον κλήρο της πόλης για να εκδηλώσουν την αντίθεση του σε μια αυξανόμενα παγανιστική εξέλιξη της εορτής, η οποία όφειλε να παραμείνει πάνω από όλα «τα γενέθλια της γεννήσεως του Σωτήρος». Το κάψιμο αυτό διαίρεσε την πόλη στα δύο. Η δημοτική αρχή διοργάνωσε την αμέσως επόμενη μέρα την ανάσταση του δολοφονημένου Άη Βασίλη και η όλη υπόθεση κάλυψε τα πρωτοσέλιδα, τα οποία καταδίκασαν  την στάση των εκκλησιαστικών.

Σχολιάζοντας τη χρονική σύμπτωση αυτού του συμβάντος με την έκταση που πήρε μεταπολεμικά η εκκοσμικευμένη [laïque] μορφή του εορτασμού των Χριστουγέννων, ο εθνολόγος  προσπαθούσε να κατανοήσει, όχι γιατί ο Άη Βασίλης άρεσε τόσο στα παιδιά, όσο τις αιτίες «που ώθησαν τους ενήλικες να τον εφεύρουν». Ανέτρεξε  στην πηγή αυτής  της λατρείας (από τα ρωμαϊκά σατουρνάλια ως στην εορτή του Άγιου Νικόλα διαμέσου των θρύλων για το Μπαμπούλα [Père Fouettard] και τον Καρνάβαλο [abbé de Liesse στο Arras της βόρειας Γαλλίας]) και τις διάφορες περιπέτειες αυτού του «ήρωα»  διαμέσου των αιώνων. Συνέκρινε το φαινόμενο αυτό με κάποια ινδιάνικα τελετουργικά και σημείωνε ότι, μέσα από την ανάμειξη πολλών παραδόσεων,  βρισκόμαστε μπροστά σε μια «μυθολογική/μυθική μετάθεση», της οποίας το χαρακτηριστικό δεν ήταν μόνον «μια μυθοπλασία που επέβαλαν με ευχαρίστηση  οι ενήλικες στα παιδιά» αλλά επίσης «το αποτέλεσμα μια πολύ γενναιόδωρης ανταλλαγής μεταξύ δύο γενεών», και ακόμη πιο βαθιά μεταξύ  νεκρών και ζωντανών.

«Ας αναρωτηθούμε, κατέληγε  ο Κλωντ Λεβί-Στρως, σχετικά με την τρυφερή  φροντίδα που δείχνουμε για τον Άη Βασίλη. Σχετικά με τις προφυλάξεις και τις θυσίες στις οποίες συναινούμε για να συντηρήσουμε άθικτο το κύρος του στα μάτια των παιδιών. Δεν σημαίνει άραγε ότι μέσα μας βαθιά λανθάνει πάντα η επιθυμία να πιστέψουμε, όσο λίγο κι αν κρατάει αυτό, σε μια γενναιοδωρία χωρίς περιορισμούς, σε μια ευγένεια χωρίς ιδιοτελείς σκέψεις; (...) Η πίστη την οποία συντηρούμε στα παιδιά μας, δηλαδή ότι τα παιχνίδια τους έρχονται από ένα επέκεινα, δίνει ένα άλλοθι στην κρυφή/υπόγεια [ψυχική] κίνηση που μας ωθεί, στην πραγματικότητα, να προσφέρουμε αυτά τα παιχνίδια εμείς  στο επέκεινα, μέσω του προσχήματος ότι τα δίνουμε στα παιδιά. Με αυτόν το τρόπο, τα χριστουγεννιάτικα δώρα παραμένουν μια αληθινή θυσία στη γλύκα της ζωής, η οποία γλύκα συνίσταται πριν απ’ όλα στο να μην πεθάνεις».

Η πυρά της Ντιζόν συνέβη πριν από σαράντα και πάνω χρόνια. Η επανάληψή  του σήμερα [1994] στις ΗΠΑ με τη μορφή λίγο – πολύ  βίαιων διαδηλώσεων από γκρουπούσκουλα   χριστιανών  φονταμενταλιστών ενάντια στα υπερβολικά παγανιστικά, κατά τη γνώμη τους, Χριστούγεννα αναδεικνύει την επικαιρότητα των σκέψεων του Κλωντ Λεβί-Στρως. «Ο εθνολόγος δεν έχει κάθε μέρα, διαπίστωνε  ο  Κλωντ Λεβί-Στρως,  μια τέτοια ευκαιρία να παρατηρήσει μέσα στην ίδια του την κοινωνία, την απότομη άνοδο ενός τελετουργικού και μάλιστα μιας  λατρείας».



[1] «Ο Άη Βασίλης εσταυρωμένος» εκδόσεις Sables, route de l’ Eglise, 31130 Pin-Balma.

———

 

Σημείωση του Μεταφραστή:

Το κείμενο αυτό και οι σκέψεις του Κλωντ Λεβί-Στρως έχουν δύο μηνύματα για την Αριστερά.

Πρώτον: ότι ο αγώνας ενάντια στο σκοταδισμό, τον οποίο τροφοδοτούν αφειδώς και με πρόγραμμα τα πιο συντηρητικά τμήματα της εκκλησίας και κάθε θρησκείας, όπως και ο αγώνας για διαχωρισμό εκκλησίας – κράτους και για κατοχύρωση των στοιχειωδών κατακτήσεων του Διαφωτισμού και των ανθρώπινων δικαιωμάτων δεν πρέπει να υποστέλλεται σε καμία περίπτωση. Αν μάλιστα θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς μέχρι τέλους, δεν θα πρέπει να υποκρύπτουμε από το δημόσιο διάλογο το ότι  και ο βαθύτερος πυρήνας κάθε θρησκείας (όπως συμβαίνει σε κάθε αυτοαναφορικό και κλειστό ιδεολογικό σύστημα) εμπεριέχει κάτι το σκοταδιστικό. Και αυτό οφείλουμε να το αναδεικνύουμε, όσο και αν γνωρίζουμε ότι οι θρησκείες είναι αναγκαίο «βάλσαμο στην καρδιά ενός άκαρδου κόσμου», αλλά και ότι και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της πολιτισμικής και εθνικής ταυτότητας κάθε ανθρώπου, ανεξάρτητα από τη συμπόρευση με φωτισμένους εκπροσώπους του κλήρου στους κοινωνικούς αγώνες.

Δεύτερον: μια αριστερά που δεν θα είναι σε επαφή με τους μύθους και το ιερό, τις συλλογικές φαντασίες, το γλέντι και το πανηγύρι, τη γιορτή και τη μέθεξη. Μια αριστερά που θα αποποιείται την παράδοση (ή και που θα τη σιχαίνεται) όπως συμβαίνει με ευρέα τμήματα της κυρίαρχης τάξης και των διανοούμενών της, μια αριστερά που θα θέλει να «εξευρωπαΐσει» (όπως οι λευκοί ήθελαν να εκπολιτίσουν τους «άγριους») στο όνομα ενός κακοχωνεμένου Διαφωτισμού και ορθολογισμού (δηλαδή «Διαφωτισμό» και «ορθολογισμό» τραβηγμένους στα άκρα, οι οποίοι  έτσι έγιναν με τη σειρά τους θρησκείες της αντι-θρησκείας). Μια τέτοια αριστερά θα είναι μίζερη και ακρωτηριασμένη γιατί θα είναι αυτο-ξεριζωμένη. Δεν θα μπορέσει ποτέ ούτε να εμπνευστεί από το λαό,  ούτε με τη σειρά της να τον εμπνεύσει, ούτε να γίνει πλειοψηφική και νικηφόρα.