Απόψεις

Η επικαιρότητα, η σημασία και ένα σχέδιο για τον εμβολιασμό στο σήμερα

12/08/2016

Πάνος Χριστοδούλου

Οι συνθήκες οικονομικής κρίσης διαμορφώνουν ένα διαφορετικό πλαίσιο σε σχέση με τον παιδικό εμβολιασμό. Η αλλαγή αυτή οδηγεί την Ελλάδα από ένα ικανοποιητικό επίπεδο κάλυψης σε σημείο που πλέον υπολογίζεται πως ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού ζει χωρίς πρόσβαση σε απαραίτητα εμβόλια. Η αλλαγή αυτή ενδέχεται να οδηγήσει σε πτώση του επιπέδου ζωής και υγείας. Ο εμβολιασμός συμβάλλει σε καθοριστικούς δείκτες υγείας, στην πρόληψη μετάδοσης νοσημάτων στον πληθυσμό και στη μείωση του κόστους νοσηλείας και θεραπείας. Το άρθρο θα επικεντρωθεί σε δύο τύπους εμβολίων: το εξαδήναμο (για  διφθερίτιδα, τέτανο, κοκκύτη, πολιομυελίτιδα, αιμόφιλο Β και ηπατίτιδα Β) και της μηνιγγίτιδας  (τύπου C)  καθώς  καλύπτουν  όπως θα αναλυθεί ένα ευρύ φάσμα νοσημάτων  τα οποία δύναται να επηρεάσουν τον πληθυσμό, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν και μεταβλητά μεγέθη στη σύγχρονη εποχή. Το μοντέλο εμβολιασμού μπορεί να εφαρμοστεί αξιοποιώντας ήδη υπάρχουσες δομές του συστήματος υγείας (Νοσοκομεία,  Κέντρα Υγείας, ΠΙΚΠΑ) σε συνεργασία με αντίστοιχες υπηρεσίες και δομές (Περιφέρεια, Δήμος, ΜΚΟ).

Η υπόθεση του παιδικού εμβολιασμού θεωρείται κομβικής σημασίας για την εύρυθμη λειτουργία ενός συστήματος υγείας. Η έκθεση  του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας στους στόχους που θέτει για το 2020 τοποθετεί την κάλυψη σε εμβόλια σε πρώτη προτεραιότητα για τη μείωση της πρόωρης θνησιμότητας (European Health Report Highlights, 2015). Με βάση τα στοιχειά του European Health for all στην Ευρώπη έχει επέλθει βελτίωση στην κάλυψη του παιδικού πληθυσμού έως το 2012.

Λόγω του δεδομένου της συνήθους κάλυψης με σχήματα που καλύπτουν την ερυθρά και την πολιομυελίτιδα, ο βασικός υπολογισμός πραγματοποιείται με βάση την κάλυψη της ιλαράς (European Vaccine Action Plan, 2014). Στοιχεία όμως των Γιατρών του Κόσμου αναφέρουν ότι  250.000 παιδιά  ήταν αποκλεισμένα από τα προγράμματα εμβολιασμού το 2015, λόγω έλλειψης υποδομών και προσωπικού, αν και προβλέπεται η κάλυψη των ανασφάλιστων (Αυγή, Σεπτέμβριος 2015). Συγκεκριμένα για τους πληθυσμούς των Ρομά προκύπτουν δύο στοιχεία: αφενός παρουσιάζεται στην Ελλάδα μια από τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στην Ευρώπη και αφετέρου ο συγκεκριμένος υποπλυθυσμός παρουσιάζει μια δυσκολία στην τήρηση των προγραμμάτων εμβολιασμού (Council Of Europe, 2010).

Αν προστεθούν στα παραπάνω και οι εναλλασσόμενοι πληθυσμοί προσφύγων και μεταναστών, οι οποίοι αυξάνονται, γίνεται αντιληπτό ότι η κατάσταση στην Ελλάδα διαφοροποιείται προς το χειρότερο.

 

Η επικαιρότητα  του  εμβολιασμού στην Ελλάδα

Στη σημερινή εποχή παρατηρούνται νέα δεδομένα στη βακτηριολογία. Ενδεικτικά, η πρόληψη της επιδημικής εγκεφαλονωτιαίας μηνιγγίτιδας προλαμβάνεται με τη χρήση εμβολίων. Βάσει μελέτης που έγινε από τα 13.763 άτομα τα οποία εμβολιάστηκαν μόνο ένα άτομο νόσησε, ενώ στην ομάδα μαρτύρων από τα 68.072 άτομα εμφανίστηκαν 38 κρούσματα (Δημητρακόπουλος, 1993). Ανάλογα εντοπίζονται νέα δεδομένα στην ιολογία. Χαρακτηριστικά το ποσοστό οροθετικότητας για τον ιό της ηπατίτιδας Α κυμαίνεται από 13% στην Σουηδία έως 88% στην Ταϊλάνδη, η ηπατίτιδα Β αποτελεί παγκόσμια απειλή καθώς σε περιοχές όπως η Νοτιοανατολική Ασία, η Κίνα και η Αφρική περισσότερο από το ήμισυ του πληθυσμού μολύνονται, ενώ σε τροπικές και υποτροπικές χώρες η μόλυνση από τον ιό της πολιομυελίτιδας είναι σχεδόν 100%  σε παιδιά της προσχολικής ηλικίας (Αναστασίου, 2004).

Εκτός όμως από τα παραπάνω, στην Ελλάδα οι αντίξοες συνθήκες ζωής καθιστούν κάποιες ομάδες του πληθυσμού περισσότερο ευάλωτες στα λοιμώδη νοσήματα. Στις ομάδες αυτές συμπεριλαμβάνονται οι φυλακισμένοι, οι άστεγοι, οι άνεργοι, οι χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών, οι μετανάστες και οι Τσιγγάνοι/Ρομά (ECDC 2013).

Όπως αναφέρθηκε στην παραπάνω επιδημιολογία των νοσημάτων, υπάρχει αυξημένη εμφάνιση στις χώρες της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, από τις οποίες προέρχονται τα κύρια προσφυγικά ρεύματα στην Ελλάδα.  Η  διαφορά των συνθηκών που επικρατούν στις χώρες προέλευσης, οι αντίξοες συνθήκες μετακίνησης και τα ανεπαρκή δεδομένα καταγραφής στην Ευρώπη δημιουργούν κίνδυνο τόσο για την υγειονομική προσαρμογή  των προσφύγων όσο και για την αύξηση μετάδοσης συγκεκριμένων νόσων στο γενικό πληθυσμό (πρόγραμμα ελέγχου hprolipsis.gr, 2015). Ενδεικτικά, σειρά μελετών έχουν δείξει ότι η συχνότητα εμφάνισης Ηπατίτιδας Β και Ηπατίτιδας C είναι μεγαλύτερη σε μετανάστες (Roussos et al 2013).

Το δεύτερο ζήτημα είναι η ιδιαιτερότητα του πληθυσμού των Ρομά σε σχέση με τη συμμετοχή τους στην τήρηση των σχημάτων εμβολιασμού. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με μελέτη που πραγματοποιήθηκε το 2008, οι δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης, η συχνή αλλαγή κατοικίας και η απουσία ασφαλιστικής κάλυψης αποτελούν σημαντικούς παράγοντες λοίμωξης με ηπατίτιδα Β σε παιδιά Ρομά (Michos κ.α., 2008). Στην Ελλάδα, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας που έγινε σε 218 παιδιά ηλικίας 2-6,5 ετών από 26 οικισμούς Ρομά, η εμβολιαστική κάλυψη έναντι της ηπατίτιδας Β ήταν μόλις 77% για την πρώτη δόση και 39% για την τρίτη δόση (ΕΣΔΥ 2013). 

Έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε 731 παιδιά ανέδειξε ότι η κάλυψη στα βασικά εμβόλια (διφθερίτιδας, τετάνου, πολιομυελίτιδας, ηπατίτιδας Β, ερυθράς, ιλαράς) κινούταν σε ικανοποιητικό ποσοστό (90%). Παρόλα αυτά, παρατηρήθηκε καθυστέρηση στη δεύτερη δόση και ακόμη μικρότερη συμμετοχή στην ολοκλήρωση των σχημάτων κυρίως για τα νεότερα (MenC, PCV 7, varicella, hepatitis A) με ποσοστό συμμετοχής 61%. Η καθυστέρηση παρατηρήθηκε σε μεγαλύτερο ποσοστό σε παιδιά μεταναστών και σε παιδιά που προέρχονταν από οικογένειες με πολλά μέλη ή χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο (Pavlopoulou ID, κ.α., 2013).

Τα συμπεράσματα θα μπορούσαν να συνοψιστούν στην συνέχιση της εμφάνισης λοιμωδών νοσημάτων, τα οποία παρατηρούνται σε μεγαλύτερο βαθμό σε ανεμβολίαστα παιδιά,  Ρομά και μετανάστες. Στην περίπτωση της ιλαράς από τα 838  κρούσματα της νόσου (2004-2014) τα 527 ήταν ανεμβολίαστα ενώ τα  69  ήταν εμβολιασμένα  με μία δόση του εμβολίου. Κατά την ίδια περίοδο  παρουσιάστηκαν δυο επιδημίες (ο λόγος για τον οποίο γίνεται ειδική αναφορά στην ασθένεια). Η πρώτη παρουσιάστηκε το 2005-2006 και αφορούσε  κυρίως μικρά παιδιά από κοινότητες ρομά, μεταναστών και ανεμβολίαστα άτομα από το υπόλοιπο του πληθυσμού (Georgakopoulou κ.α., 2006). Η δεύτερη παρουσιάσθηκε  το 2010-2011 και είχε  αφετηρία ανεμβολίαστα παιδιά Βουλγαρικής καταγωγής και επεκτάθηκε σε παιδιά ανεμβολίαστα, κυρίως Ρομά (Pervanidou κ.α., 2012).

Συνοψίζοντας, λοιπόν, γίνεται εμφανές ότι η συμμετοχή  στα προγράμματα  εμβολιασμού στην Ελλάδα είναι κομβικής σημασίας για την κοινωνική συνοχή. Ο έγκαιρος εμβολιασμός συμβάλει στην πρόληψη λοιμώξεων, την αποφυγή επιπλοκών και ασθενειών που προστατεύουν το επίπεδο υγείας του πληθυσμού. Ταυτόχρονα μειώνουν το κόστος και το φόρτο εργασίας των νοσοκομειακών μονάδων που θα προέκυπτε από την εμφάνιση ασθενειών και τις επακόλουθες εξετάσεις και θεραπευτικές αγωγές.

 

Βασικό πλαίσιο κάλυψης εμβολιασμού

Το πλαίσιο κάλυψης το οποίο θα προταθεί έχει ως βάση το εξαδύναμο εμβόλιο για διφθερίτιδα, τέτανο,  κοκκύτη, πολιομυελίτιδα, τον αιμόφιλο τύπου Β και ηπατίτιδα Β και το μονοδύναμο για μηνιγγίτιδα τύπου C. Η χρήση του παραπάνω σχήματος καλύπτει το φάσμα των βασικών εμβολιασμών (διφθερίτιδα, τέτανος, κοκκύτης, πολιομυελίτιδα) και προσθέτει τη χρήση νέων (αιμόφιλος τύπου Β, ηπατίτιδα Β και μηνιγγίτιδα). Η σημασία του ως σχήμα έγκειται στο ότι καλύπτει ένα ευρύ φάσμα λοιμώξεων με τη χρήση μόλις δύο σκευασμάτων. Ιδιαίτερα η στόχευση στους συγκεκριμένους μικροοργανισμούς προφυλάσσει από ασθένειες με σοβαρές επιπτώσεις όπως η οξεία μηνιγγίτιδα, το ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα, η αεριογόνος γάγγραινα, η παράλυση (Δημητρακόπουλος, 1998).

Υπεύθυνοι για την εφαρμογή του πλαισίου χορήγησης θα είναι οι παιδίατροι των νοσοκομειακών μονάδων καθώς, εκ της θέσεώς τους, καλούνται να παρέχουν ευθέως τις υπηρεσίες τους στον τομέα της κλινικής πρόληψης, να συντονίζουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες, να διαδραματίζουν ηγετικό ρόλο στην διαδικασία δημιουργίας προγραμμάτων κοινωνικής υγείας και να αποτελούν υποστηρικτή της παιδικής υγείας (Pachter L., 1996). Προς το παρόν, υπάρχει  κάλυψη στις δομές του ΠΙΚΠΑ και του ΠΕΔΥ, η οποία χαρακτηρίζεται από μειωμένη πρόσβαση λόγω ελλιπούς ενημέρωσης.  Χρειάζεται, λοιπόν, ένα σύστημα καταγραφής και εποπτείας του συνόλου του πληθυσμού, που διευκολύνεται μέσω των νοσοκομειακών μονάδων. Η μεγαλύτερη προσέλευση του παιδικού πληθυσμού στα νοσοκομεία δίνει τη δυνατότητα μεγαλύτερης ανταπόκρισης και ελέγχου των ανεμβολίαστων παιδιών. Η χορήγηση και η ρύθμιση, λοιπόν, των σχημάτων των εμβολίων θα καθορίζονται από τους παιδίατρους και θα χορηγούνται στα νοσοκομεία, τα κέντρα υγείας και τα αγροτικά ιατρεία με βάση το οργανόγραμμα που θα παρουσιάσω πιο αναλυτικά στην επόμενη ενότητα.

Βέβαια, οι εμπλεκόμενοι φορείς δεν είναι μόνο το υπεύθυνο ιατρικό προσωπικό. Κύριος εμπλεκόμενος φορέας είναι το Υπουργείο Υγείας, το οποίο κρίνει τη διανομή των πόρων με σκοπό την αγορά των εμβολίων και η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών που εγκρίνει τα σχήματα. Επόμενος άμεσος εμπλεκόμενος  φορέας είναι η υγειονομική περιφέρεια, η οποία εγκρίνει την κατανομή του προσωπικού και τη χρήση των δημόσιων δομών υγείας. Σε μικρή απόσταση εμπλοκής βρίσκονται οι διοικήσεις των μονάδων υγείας με αντίστοιχο ρόλο και οι εργαζόμενοι υγείας (παιδίατροι, νοσηλευτικό προσωπικό). Σε δεύτερο επίπεδο βρίσκεται η οικογένεια ή η αντίστοιχη υποομάδα πληθυσμού (καταυλισμός ρομά/μεταναστών), το Υπουργείο Παιδείας (σχολεία)  και οι δήμοι/τοπικά διαμερίσματα. Σε τρίτο επίπεδο βρίσκονται οι κοινωνικοί φορείς (ΠΙΚΠΑ, ορφανοτροφεία, ιδρύματα), οι οργανώσεις αλληλεγγύης (ΜΚΟ, κοινωνικά ιατρεία). Σε τέταρτο, πιο απομακρυσμένο, επίπεδο βρίσκονται παράγοντες επιρροής της κοινής γνώμης, όπως η τηλεόραση και το διαδίκτυο.

Με βάση την παραπάνω  διαστρωμάτωση των εμπλεκόμενων φορέων προκύπτουν και τα αντίστοιχα προβλήματα που είναι δυνατόν να προκύψουν με την αντίστοιχη βαρύτητα. Το βασικό πρόβλημα είναι η  ενδεχόμενη έλλειψη κονδυλίων από τον κρατικό προϋπολογισμό. Σε επόμενο χρόνο, η αδυναμία κατανομής των κονδυλίων και συντονισμού του προσωπικού από την υγειονομική περιφέρεια και η άρνηση συνεργασίας των εργαζομένων υγείας στο οργανόγραμμα ή η αδυναμία τους να συμβαδίσουν με το χρονοδιάγραμμα. Πέρα από τα προβλήματα που γεννούνται από το σύστημα υγείας, σημαντικής σημασίας είναι η απροθυμία συνεργασίας υποομάδων που δεν αντιλαμβάνονται την σημασία της πρόληψης και των κίνδυνο των λοιμωδών νοσημάτων όπως η Ρομά ή υποομάδων που δεν έχουν πρόσβαση στην ενημέρωση για την αξία του εμβολιασμού όπως οι πρόσφυγες και οι μετανάστες. Ανάλογο πρόβλημα είναι δυνατόν να δημιουργηθεί από υποομάδες που δεν έχουν (ή δεν έχουν ενημερωθεί ότι έχουν) άμεση πρόσβαση στο σύστημα εμβολιασμού όπως οι ανασφάλιστοι και οι κάτοικοι απομακρυσμένων περιοχών. Δυσκολία μπορεί να προκύψει στην κάλυψη τέτοιων πληθυσμών από την αδυναμία συντονισμού με τους κοινωνικούς φορείς και τις οργανώσεις αλληλεγγύης. Εν τέλει  σε χαμηλότερο  αλλά όχι  αμελητέο βαθμό δύναται να επηρεάσει η παραφιλολογία που   διαδίδεται για την επικινδυνότητα των εμβολίων είτε από επίσημους είτε από ανεπίσημους φορείς ενημέρωσης.

 

Εφαρμογή

Η τμηματοποιήση για την λειτουργία του προγράμματος εμβολιασμού είναι απαραίτητη, καθώς θα διευκολύνει τον τρόπο διοίκησης, την ομαδοποίηση  λειτουργιών, ώστε να αποφεύγεται  η επανάληψη τους, και την αντιμετώπιση περίπλοκων εξετάσεων. Το μοντέλο τμηματοποίησης το οποίο προτείνεται είναι με βάση την υπηρεσία (Γενικό Νοσοκομείο). Κορυφή στη λήψη των στρατηγικών αποφάσεων θα είναι η εκάστοτε ΥΠΕ, δηλαδή της επιλογής του μοντέλου λειτουργίας, της συνεργασίας με τους εμπλεκόμενους φορείς, της αντιμετώπισης των προβλημάτων συμμετοχής και ενημέρωσης και της αξιολόγησης του μοντέλου. Τα ανά περιφέρειες παιδιατρικά νοσοκομεία θα αποτελέσουν τον πυρήνα λήψης των διαχειριστικών αποφάσεων, δηλαδή την προσαρμογή του σχεδίου εμβολιασμού σε παιδιά, την χρονική στιγμή εφαρμογής των σχημάτων και τη συλλογή των στοιχείων (όπως οι ανεπιθύμητες ενέργειες και οι πληθυσμοί που μένουν ακάλυπτοι) και τα προγράμματα κατάρτισης και οδηγιών στο εμπλεκόμενο προσωπικό. Τα  Γενικά Νοσοκομεία και τα  Πανεπιστημιακά θα αναλάβουν τον λειτουργικό τομέα, δηλαδή την πραγματοποίηση των εμβολιασμών και τη συνεργασία με τα  Κέντρα Υγείας που υπάγονται σε αυτά καθώς και τους κοινωνικούς οργανισμούς (ΠΙΚΠΑ, ΜΚΟ, ΠΕΔΥ, σχολεία). Τα Πανεπιστημιακά, επιπλέον, θα αναλάβουν τη μελέτη και καταγραφή  σπάνιων περιπτώσεων.

Όμως, όπως κάθε μοντέλο, το παραπάνω  δε μπορεί να εφαρμοστεί  αν οι εργαζόμενοι δεν το αποδεχτούν (Barnard C., 1938). Γι’ αυτό η διαδικασία της οργάνωσης θα δίνει υποκίνηση στους εμπλεκόμενους για να συμμετέχουν αποτελεσματικά. Ο καθορισμός συγκεκριμένων εργασιών (εμβολιασμός) με καθορισμό γενικών δραστηριοτήτων (ενημέρωση του πληθυσμού), η στελέχωση θέσεων (παιδίατροι και νοσηλευτές) και η δημιουργία οργανωτικής δομής με καθορισμό των καθηκόντων, ενώ φαινομενικά δημιουργούν ένα πλαίσιο εξειδίκευσης, ουσιαστικά συνιστούν διεύρυνση και εμπλουτισμό των καθηκόντων τους, στοιχεία που μειώνουν τις επιπτώσεις της εξειδίκευσης και δημιουργούν  πιο προσιτό κλίμα εργασίας (Herzberg F., 1960). Με βάση τις ανάγκες που θα προκύψουν από την εργασία (ενημέρωση, καθορισμός δοσολογίας, προσέγγιση πληθυσμού), γίνεται μετατροπή των αναγκών σε προγράμματα εκπαίδευσης στο παιδιατρικό νοσοκομείο και ακολούθως αξιολογούνται από την ΥΠΕ ακολουθώντας τη διαδικασία επιμόρφωσης του προσωπικού (Gray-Smelzer, 1986).

Συγκεκριμένα, η κατανομή των καθηκόντων θα έχει την πραγματοποίηση των εμβολιασμών στα Νοσοκομεία μια φορά την εβδομάδα και την αποστολή ενός παιδίατρου και ενός νοσηλευτή δύο φορές την εβδομάδα σε  Κέντρο Υγείας ώστε να διευκολύνεται η κάλυψη και η ενημέρωση  πληθυσμών εκτός αστικού ιστού. Σε περιπτώσεις υποπληθυσμών μη καταγεγραμμένων θα υπάρχει συνεργασία με δομές αλληλεγγύης ώστε να μην υπάρχει αλληλοκάλυψη των εξυπηρετούμενων και να διευρύνεται το δίχτυ προστασίας κοινωνικών ομάδων κυρίως στις πύλες εισόδου/εξόδου προσφύγων και στα κέντρα υγείας σε περιοχές με Ρομά. Το παραπάνω μοντέλο εξοικονομεί πόρους καθώς βασίζεται στο ήδη υπάρχον προσωπικό, αξιοποιεί πληρέστερα τις δυνατότητες, την εκπαίδευση και την κατανομή  των εργαζομένων, διευρύνει το φάσμα εργασίας τους και δίνει πρόσβαση σε απομακρυσμένες περιοχές.  

Το χρονοδιάγραμμα που θα οριστεί είναι η διετία, καθώς σε αυτό το εύρος χρόνου υπολογίζεται ότι ολοκληρώνουν τα παιδιά το μεγαλύτερο μέρος των δόσεων των εμβολιαστικών σχημάτων (Behrman κ.α., 1999). Σε αυτό το βάθος χρόνου, λοιπόν, θα έχουμε μια πλήρη καταγεγραμμένη εικόνα για την αποτελεσματικότητα του προγράμματος, το ποσοστό του πληθυσμού που καλύπτει και την αποδοτικότητα του ως προς τις ασθένειες. Φυσικά θα υπάρχει ανατροφοδότηση ανά μήνα από τα νοσοκομεία προς τα παιδιατρικά κέντρα και τελικά στην ΥΠΕ ώστε να υπάρχει η απαραίτητη αναπροσαρμογή ή τροποποίηση όπου χρειάζεται. Κομβικό ρόλο σε αυτό το χρονικό διάστημα θα διαδραματίσει η εκστρατεία ενημέρωσης που θα εκπονήσει η ΥΠΕ και θα εφαρμόσουν οι γιατροί στα κέντρα υγείας και τα σχολεία, η συνεργασία με εθελοντικές δομές, αλλά και η διαφήμιση σε τοπικά μέσα (sites, τηλεόραση, εφημερίδες) ώστε να υπάρχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κοινοποίηση του προγράμματος, της δυνατότητας και των πλεονεκτημάτων συμμετοχής σε αυτό.

Οι συνθήκες στις οποίες θα κινείται το προτεινόμενο πρόγραμμα είναι συνθήκες απόλυτης βεβαιότητας για την αποτελεσματικότητα των σχημάτων εμβολιασμού αλλά αβεβαιότητας για το οργανόγραμμα καθώς δεν έχει εφαρμοστεί στο παρελθόν. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται ένας τύπος λήψης αποφάσεων για δυναμικούς οργανισμούς, ο οποίος δε θα φοβάται την αλλαγή αλλά θα την θεωρεί ως ευκαιρία. Επίκεντρο δηλαδή είναι οι αποφάσεις που επηρεάζουν την οργάνωση και τη λειτουργία του προγράμματος (μεγαλύτερος βαθμός δυσκολίας) καθώς οι αποφάσεις που αφορούν το υγειονομικό κομμάτι θα καταμερίζονται στις νοσοκομειακές μονάδες. Με τη δυνατότητα ανατροφοδότησης και αξιολόγησης των αποφάσεων στις οποίες επικεντρώνεται το μοντέλο, δίνεται η δυνατότητα δημιουργίας ενός ευέλικτου,  αποτελεσματικού και δημόσιου συστήματος βασικών εμβολιασμών που θα καλύπτει όλο τον πληθυσμό.

 

Και γιατί είναι επίκαιρος;

Η τμηματοποιήση και το οργανόγραμμα που διαμορφώσαμε (ΥΠΕ>Παιδιατρικό Νοσοκομείο>Γενικά Νοσοκομεία) απλοποιεί την διαδικασία λήψης αποφάσεων, εξοικονομεί πόρους καθώς χρησιμοποιεί ήδη υπάρχουσες δομές (σε αντίθεση με ένα μοντέλο που θα ίδρυε νέες υπηρεσίες και θα αύξανε τη γραφειοκρατία) και δε δημιουργεί σύγχυση στην εφαρμογή και τις αρμοδιότητες (όπως θα μπορούσε να προκύψει από μια μικτή τμηματοποιήση). Θα χρησιμοποιηθεί λοιπόν ένα μεγάλο εύρος διοίκησης με λιγότερα επίπεδα, με τις δικαιοδοσίες και τις ευθύνες να επιμερίζονται στα νοσοκομεία και στην ΥΠΕ και όχι σε πρόσωπα.

Παρέχεται λοιπόν η δυνατότητα για την  κάλυψη ενός μεγάλου φάσματος του πληθυσμού, γεγονός απαραίτητο ώστε να αμβλυνθούν οι κοινωνικές ανισότητες, να ενταχθούν αποκλεισμένα τμήματα στο πλαίσιο της πρόληψης και να περιοριστούν τόσο οι υγειονομικές όσο και οι κοινωνικές συνέπειες από ανεπιθύμητες επιδημίες ή κρούσματα ασθενειών. Τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν αναδεικνύουν την ανάγκη, όχι μόνο συνέχισης, αλλά προσαρμογής και διεύρυνσης του εμβολιασμού ώστε να προστατεύονται οι νέες υποομάδες των προσφύγων, να καλύπτονται οι Ρομά και οι ανασφάλιστοι και ακολούθως ο γενικός πληθυσμός. Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται αίσθημα ασφάλειας και αποφυγή ρατσιστικών κρουσμάτων .

Συνοψίζοντας, η πρόληψη που περιλαμβάνει την απαραίτητη εμβολιακή κάλυψη θεωρείται καθοριστικός παράγοντας για το επίπεδο ζωής και υγείας. Οι μεταβολές που παρατηρούνται στην περίοδο της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα αναδεικνύουν την αναγκαιότητα της γρήγορη, ευέλικτης και αποφασιστικής πρότασης που παρουσιάσαμε αξιοποιώντας το σύνολο του υπάρχοντος δυναμικού και μεριμνώντας για όλες τις ομάδες του πληθυσμού με επίκεντρο τις δημόσιες δομές υγείας.  Ουσιαστικά ο εμβολιασμός είναι επιπλέον επίκαιρος γιατί προφυλάσσει τον πληθυσμό από ασθένειες (οι πληθυσμοί που έρχονται από άλλες χώρες είναι ευάλωτοι στις εδώ ασθένειες, καθώς δεν έχουν εμβολιαστεί γι’ αυτές και άρα κατά κάποιον τρόπο είναι περισσότερο εκτεθειμένοι από τον ντόπιο πληθυσμό) και όχι μόνο: φαινόμενα ρατσισμού και φοβίας προλαμβάνονται επίσης με την ενημέρωση και την κάλυψη.

 

Βιβλιογραφία:

  1. European Health Report 2015 Highlights: http://www.euro.who.int/__data/assets/pdf_file/0008/284750/EHR_High_EN_WEB.pdf?ua=1
  2. European Vaccine Action Plan 2015–2020. Copenhagen: WHO Regional Office for Europe; 2014 (http://www.euro.who.int/en/health-topics/disease-prevention/vaccines-and-immunization/publications/2014/european-vaccine-action-plan-20152020, accessed 10 April 2015).
  3. http://www.avgi.gr/article/5835144/pano-apo-250-000-paidia-xoris-embolia
  4. http://www.coe.int/en/web/portal/roma/
  5. Δημητρακόπουλος Γ., Ιατρική Βακτηριολογία, Ιατρικές εκδόσεις Πασχαλίδη, Αθήνα 1993
  6. Αναστασίου Ε.Δ., Ιατρική Ανοσολογία Εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών, Πάτρα 2004
  7. European Center for Disease Prevention and Control: Health inequalities, the financial crisis, and infectious diseases in Europe. Stockholm: ECDC 2013
  8. http://hprolipsis.gr/
  9. Roussos A, Goritsas C, Pappas T, Spanaki M, Papadaki P, Ferti A. Prevalence of hepatitis B and C markers among refugees in Athens. World J Gastroenterol, 2003
  10. Michos A, Terzidis A, Kalampoki V, et al. Seroprevalence and risk factors for hepatitis A, B, and C among Roma and non-Roma children in a deprived area of Athens, Greece. J Med Virol, 2008 May
  11. Πανελλαδική μελέτη εκτίμησης της εμβολιαστικής κάλυψης των παιδιών Ρομά ηλικίας 2-6 ετών, 2012-13, Αθήνα, Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας
  12. Pavlopoulou ID, Michail KA, Samoli E., Tsiftis G,Tsoumakas K, Immunization coverage and predictive factors for complete and age-appropriate vaccination among preschoolers in Athens, Greece: a cross--sectional study, BMC Public Health, 2013
  13. Georgakopoulou T, Grylli C, Kalamara E, Katerelos P, Spala G, Panagiotopoulos T. Current measles outbreak in Greece, EuroSurveil. 2006
  14. Pervanidou D, Horefti E, Patrinos S, Lytras T, Triantafillou E, Mentis A, Bonovas S. Spotlight on measles 2010: Ongoing measles outbreak in Greece, January-July 2010, Euro Surveill 2010
  15. Δημητρακόπουλος Γ. ,Εισαγωγή στην κλινική μικροβιολογία και τα λοιμώδη νοσήματα, εκδόσεις Πασχαλίδη, Αθήνα 1998
  16. Pachter L. Nelson Textbook of Pediatrics Saunder Company, USA 1996
  17. Barnard C, The functions of the executive, Harvard University Press, Boston 1938
  18. Herzberg F., Work and the nature of Man, World Publishing Company, Cleveland 1960
  19. Gray E.R., Smelzer L.R. Management, The competitve edge, Macmillan Publishing Company, New York 1989
  20. Behrman R., Kliegman R., Arvin A. Παιδιατρική εκδόσεις Πασχαλίδη, Αθήνα 1999