Απόψεις

Εσύ πώς ακούς μουσική;

28/07/2016

Στάθης Αβραμιώτης

Τα μέσα αναπαραγωγής, το μεγάλο συναυλιακό καλοκαίρι και «ο μουσικός θόρυβος»

Πάνω απ’ το γραφείο μου έχω κρεμάσει ένα κολλάζ φτιαγμένο με αποκόμματα από το SONIK [1]. Αν το κοιτάξεις κάπως προσεκτικά, θα βρεις σε ένα σχετικά κεντρικό σημείο να φιγουράρει ένα απόκομμα με την εξής ατάκα: «Εσύ πώς ακούς μουσική;». Και πράγματι ισχυρίζομαι πως δικαιολογημένα αυτή η φράση βρίσκεται σε ένα τόσο ευδιάκριτο σημείο, ισχυρίζομαι πως πρέπει να βρίσκεται εκεί. Θέλω να πω πως το αν ακούς μουσική από το Youtube, από το Windows Media Player ή από το πικάπ σου λέει πολλά περισσότερα για τη σχέση σου με τη μουσική από τις τεχνικές αναλύσεις για την ποιότητα του ήχου στο κάθε μέσο αναπαραγωγής [2].

Τα μέσα αναπαραγωγής

Είναι αλήθεια πως το διαδίκτυο έδωσε την ευκαιρία σε ουκ ολίγες μπάντες, που δεν είχαν άλλο τρόπο, να δημοσιοποιήσουν τη δουλειά τους και κάποιες φορές μάλιστα να τη μοιραστούν με απρόσμενα μεγάλους αριθμούς ακροατών/ριών [3]. Εκτιμώ, όμως, ότι οι περισσότερες απ’ αυτές είτε δεν τα κατάφεραν και τόσο καλά είτε, εφ’ όσον έγιναν γνωστές, ακολούθησαν τον παραδοσιακό τρόπο διακίνησης της μουσικής, μέσω δισκογραφικής εταιρίας. Εκτιμώ, επίσης, ότι οι μεγάλες διαδικτυακές μουσικές πλατφόρμες (Youtube, Spotify, iTunes, κλπ) συγκεντροποιούν ανά ομάδες τους μουσικόφιλους γύρω από συγκεκριμένους καλλιτέχνες [ξανά 3], σύμφωνα με τα cookies του/της κάθε χρήστη, αλλά και τις προβολές και τα μετα-δεδομένα [4] του κάθε κομματιού.

Ακόμη, είναι αλήθεια πως το internet δίνει σοβαρή διέξοδο στην πλειοψηφία των μουσικόφιλων που, ακόμα και να το ήθελε, θα δυσκολευόταν ιδιαίτερα να συντηρήσει ένα ηχοσύστημα και να αγοράζει τακτικά cd ή βινύλια (ή και κασέτες τώρα τελευταία). Το φάσμα των μέσων ελεύθερης διακίνησης της μουσικής –και όχι μόνο- συμπεριέλαβε κυρίαρχα τα torrents και τα άμεσα peer-to-peer μέσα, όπως το Soulseek που έχω προτείνει και σε προηγούμενες εγγραφές μου, τα οποία παρά τις περιοριστικές νομοθεσίες που προσπαθούν να εφαρμοστούν ανά διαστήματα, καταφέρνουν και παραμένουν ζωντανά σε ικανοποιητικό βαθμό. Από την άλλη, εκτιμώ πως η δυνατότητα να κατεβάζει κανείς δυσθεώρητες ποσότητες μουσικής καθημερινά μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει τις ποσότητες αυτές σε κάποια ξεχασμένη γωνιά του σκληρού του δίσκου ή, ακόμα και στην περίπτωση που αυτές ακουστούν, να τους στερήσει την απαραίτητη προσοχή που χρειάζονται για να γίνουν αντιληπτές στην ολότητά τους από τον/την ακροατή/ρια. Και με το τελευταίο, ως το πιο χαρακτηριστικό, νομίζω ότι είμαι σε θέση να εισάγω την κεντρική έννοια με την οποία θέλει να ασχοληθεί το παρόν άρθρο: ο μουσικός θόρυβος.

Το μεγάλο συναυλιακό καλοκαίρι


Συστατικό στοιχείο, αν και δευτερεύον, του θορύβου αυτού αποτελεί και το λεγόμενο «μεγάλο μουσικό καλοκαίρι» [5]. Η συναυλιακή πληθώρα του καλοκαιριού που διανύουμε αποτελείται κυρίως από δύο σκέλη: τον άξονα των δημοφιλών εμπορικών φεστιβάλ (Rockwave, Ejekt), στα οποία φέτος ήρθε να προστεθεί το Release, και το πλέγμα των «αυξανόμενων και πληθυνόμενων» τοπικών φεστιβάλ και των πολιτικών-πολιτιστικών φεστιβάλ και camping.
Στο πρώτο σκέλος, η ανάπτυξη της Fuzz Productions [6] ήρθε να διεκδικήσει μέρος της πίτας της εκμετάλλευσης των μεγάλων συναυλιών στη χώρα μας, καθώς και να καλύψει το κενό που υπήρχε μιας και πολλά μουσικά σχήματα που περιόδευαν διεθνώς δε συνήθιζαν να συμπεριλαμβάνουν την Αθήνα (ή και τη Θεσσαλονίκη) στους προορισμούς τους τα προηγούμενα χρόνια, ανακινώντας ταυτόχρονα και τον ανταγωνισμό με τις άλλες δύο διοργανώσεις. Η ιλιγγιώδης διαφήμισή τους και η ενοχλητική παρουσία των χορηγών στο συναυλιακό χώρο (ακριβό ποτό και φαγητό, αμέτρητες προωθητικές ενέργειες προϊόντων, όπως τσιγάρα) σε συνδυασμό με τη σύσταση του line-up τους (μεγάλο όνομα ως headliner, συνήθως άσημοι καλλιτέχνες ως filler σαν «υποχρέωση» για να μπορέσουν να ονομαστούν φεστιβάλ) αναδύουν μια έντονη μυρωδιά αρπαχτής ή δυστυχώς το νέο συναυλιακό υπόδειγμα.
Στο δεύτερο σκέλος, το χαμηλό budget θέτει κυρίαρχα του όρους του παιχνιδιού. Παρ’ όλα αυτά, νομίζω πως στο συγκεκριμένο υπεισέρχεται και ένας παράγοντας έλλειψης φαντασίας, μιας και σπάνια τέτοια φεστιβάλ επιλέγουν πρωτότυπα line-up, τα οποία εκτιμώ πως είναι εφικτά ακόμα και στα low-budget όρια που περιγράψαμε. Οι δυο φόρμες που συνήθως επικρατούν είναι οι γνωστές: είτε έντεχνο - φολκ είτε stoner – heavy/southern rock – punk rock, με το hip-hop να προσπαθεί να μπει απ’ το παράθυρο. Όταν, μάλιστα, τέτοιες διοργανώσεις γίνονται με σκοπό την τουριστική ανάδειξη της περιοχής, μάλλον η ποιότητα τους πέφτει ακόμα πιο χαμηλά.

Ο «μουσικός θόρυβος»


Ίσως η όλη μουρμούρα περί του συναυλιακού καλοκαιριού να μοιάζει κάπως άσχετη με το προηγούμενο ζήτημα, αλλά νομίζω πως έχει άμεση σχέση αν ορίσουμε την προέλευση του μουσικού θορύβου. Ο μουσικός θόρυβος, κατά τη γνώμη μου, προέρχεται από το μουσικό συνωστισμό. Με την έννοια αυτή, θέλω να περιγράψω την παραγωγή και διακίνηση πληθώρας μουσικής, η οποία πολλές φορές δεν έχει τα μέσα για να είναι ακριβώς όπως θα ήθελε να είναι και η οποία στοιβάζεται μαζί με αμέτρητες άλλες μουσικές που δεν μπορούν να βρουν το «χώρο» τους. Είναι μια κατάσταση «υπερ-προσφοράς», όπου ο δέκτης στέκεται αμήχανος απέναντι σε έναν βομβαρδισμό από δεδομένα.
Και κάπου εδώ έρχεται να απαντήσει η τάση για επιστροφή στις ρίζες. Όταν κάποιος/α ακούει μουσική από το πικάπ του, αυτό δε γίνεται λόγω κάποιας τρομακτικής διαφοράς στην υφή του ήχου [ξανά 2], αλλά λόγω της διαδικασίας. Αυτό το ξέρεις, εκτός και αν βρίσκεσαι στα πρώιμα στάδια του χιπστερισμού. Είναι η ανάγκη για υλικότητα, για ενσώματη επαφή. Πρώτα απ’ όλα, νομίζω πως είναι μια προσπάθεια αντίστασης στην επιτάχυνση των πάντων. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως η ενασχόληση με το internet μειώνει ραγδαία την ανάγνωση βιβλίων [7], ακριβώς γιατί η ταχύτητα με την οποία αλλάζουν οι σελίδες που χρησιμοποιούμε στους browser μάς αποξενώνει από το «στατικό» βιβλίο. Η μάχη με την εμπέδωση μιας ζωής «στο τρέξιμο» περνάει και μέσα από τον τρόπο ακρόασης της μουσικής και καθώς φαίνεται δεν έχει κριθεί ακόμα [8].