Απόψεις

Μια εξάρτηση από τις πρώτες ύλες, που δεν έχει λυθεί ακόμα

09/07/2016

Renaud Lambert

του Renaud Lambert, Monde Diplomatique του Ιανουαρίου 2016


« Όταν οι ΗΠΑ φταρνίζονται, η Λατινική Αμερική αρρωσταίνει», λέγαμε κάποτε. Τα κρούσματα δεν κατέρχονται πια από τον Βορρά, διασχίζουν τον Ειρηνικό. Αλλά η απειλή παραμένει. Από τη δεκαετία του ’50 ο αργεντινός οικονομολόγος Raúl Prebisch είχε αναλύσει τους κινδύνους αυτής της εξάρτησης, τους τριγμούς που δημιουργούνται στις υπόλοιπες οικονομίες – από το Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ και έπειτα την Κίνα.

Από την περίοδο της αποικιοκρατίας, ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας είχε υποβιβάσει τη Λατινική Αμερική στο επίπεδο της παραγωγής πρώτων υλών, ήταν καταδικασμένη να εισάγει τα μεταποιημένα αγαθά που παρήγαγαν οι οικονομίες του Βορρά. Στην καρδιά των τέως αποικιών, οι αστικές τάξεις έμαθαν να αναπαράγουν τις καταναλωτικές ανάγκες του Βορρά, κι έτσι οποιαδήποτε αύξηση του εθνικού εισοδήματος οδηγούσε σε μια μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών έναντι των εξαγωγών και σε ανισορροπία του ισοζυγίου πληρωμών. Ο Prebisch πρότεινε μια ηθελημένη [ βολονταριστική ] οικονομική πολιτική υποκατάστασης εισαγωγών ούτως ώστε να αναπτυχθεί η εθνική βιομηχανία.

Στη Βραζιλία η θεραπεία του σοκ του προέδρου Fernando Henrique Cardoso (1995-2002) προχώρησε βουστροφηδόν [ αντίστροφα ]: δεν αφορούσε την προώθηση μιας αυτόνομης ανάπτυξης μέσω μιας εθνικής παραγωγής αλλά αντίθετα προωθούσε την διευκόλυνση των εισαγωγών προκειμένου να δώσει ώθηση στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της βραζιλιάνικης οικονομίας. Τι κι αν το εμπορικό ισοζύγιο κατέρρεε; Δεν είχε σημασία: θα ισορροπούσε με την προσέλκυση κερδοσκοπικών κεφαλαίων, κινούμενα κυρίως από την λήψη εξωφρενικών επιτοκίων.

Η τιμή των πρώτων υλών κατέρρευσε κατά 40% από το 2010, εκείνη του πετρελαίου κατά 60% μεταξύ Ιανουαρίου 2014 και Ιανουαρίου 2015. Αμείλικτη, η αλυσιδωτή αντίδραση δεν άργησε: το 2015 η παραγωγή πλούτου θα παρουσίαζε στασιμότητα στον Ισημερινό και στην Αργεντινή, να έχει μειωθεί κατά 3% στη Βραζιλία και να κατρακυλήσει κατά 10% στη Βενεζουέλα.

Τα σύννεφα δεν έχουν σταματήσει να συσσωρεύονται στον ουρανό της Βραζιλίας. Επηρεασμένοι από τις ανακοινώσεις περί της προβληματικής υγείας των «αναπτυσσόμενων» οικονομιών, οι επενδυτές επαναφέρουν τη ρευστότητα τους προς το Βορρά. Μάλιστα ο εθνικός πιστωτής, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ ανακοίνωσε αύξηση στο ποσοστό του επιτοκίου πάνω στην οποία βασίζει την ανακεφαλαιοποίηση των δανείων. Το επιτόκιο 14,25 % για το δανεισμό της Βραζιλίας (στο οποίο θα πρέπει να υπολογίσουμε μια απομείωση της τάξης του 7% που αντιστοιχεί στον πληθωρισμό ) δεν αρκεί πλέον ώστε να εγγυάται μια συνεχή ροή κεφαλαίων. Σύμφωνα με το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο, οι αναπτυσσόμενες χώρες εμφανίζουν την μεγαλύτερη φυγή κεφαλαίων από την εποχή που εφευρέθηκε ο όρος «αναδυόμενες» οικονομίες τη δεκαετία του ‘80 (Financial Times, 2 Οκτωβρίου 2015). Μεταξύ των χωρών των που επηρεάζονται περισσότερο είναι η Βραζιλία. Την ίδια ώρα που κάποιοι γιόρταζαν εδώ και κάποια χρόνια την «απαγκίστρωση» του Νότου από τις οικονομίες του Βορρά, το ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών του νοτιοαμερικανικού γίγαντα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις προτεραιότητες μιας Αμερικανίδας: της κυρίας Janet Yellen, προέδρου της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ.

Έχοντας γνώση του μηχανισμού που ανέλυσε ο Prebisch, οι προοδευτικές κυβερνήσεις έχουν προσπαθήσει να επαναφέρουν σε ισορροπία τις οικονομίες των χωρών τους, μέσω της τόνωσης του βιομηχανικού τομέα. Και αυτό γίνεται με περισσή ζέση μιας και η πλειονότητα των κυβερνήσεων ξαναπαίρνουν στα χέρια τους μια ιδέα που είχε διαμορφωθεί από το κομμουνιστικό κίνημα: εντός των υπανάπτυκτων χωρών, η επανάσταση αποβλέπει σε πρώτο χρόνο στην ανάδυση μια εγχώριας μπουρζουαζίας, μετά από το οποίο στάδιο αντιμπεριαλισμού θα καταστεί πιθανό το πέρασμα στην σοσιαλιστική επανάσταση.

Χρησιμοποιείστε ένα μέρος της εργοδοσίας απέναντι σε ένα άλλο: η ιδέα μπορεί να φαίνεται γοητευτική. Αλλά ο καπιταλιστικός εκσυγχρονισμός της εποχής μας αφορά πραγματικά το κεφάλαιο; Ο φιλελεύθερος ερευνητής Rafael Uzcátegui, ο οποίος ασχολείται με τη βενεζουελάνικη περίπτωση και είναι εχθρικός απέναντι στην μπολιβαριανή επανάσταση προτείνει μια διαφορετική εκδοχή για το τι συμβαίνει : « διατυπώνουμε την υπόθεση, ότι η κατάληψη της εξουσίας στην Βενεζουέλα από έναν πρωθυπουργό χαρισματικό, λαϊκιστή, κάποιον που ομοιάζει με καουντίγιο [ caudillo ] , θα καταστήσει πιθανή την προσαρμογή της χώρας (…) σε αλλαγές επιβεβλημένες από την διαδικασία της παγκόσμιοποιημένης παραγωγής ».

Η αιτιολόγηση του Uzcátegui αποδεικνύεται περισσότερο και από αμφίβολης αξίας, μιας και οι εμφανείς προσπάθειες να κινητοποιηθούν οι βιομήχανοι στέφθηκαν από μια αποτυχία. Έχοντας υποστεί ένα πραξικόπημα ενορχηστρωμένο – μεταξύ άλλων – από τον επικεφαλής των βενεζουελάνων εργοδότων το 2002, και ύστερα ένα γενικευμένο λοκ-άουτ το 2003, ο τέως πρόεδρος Ούγκο Τσάβες είχε συγκεντρώσει περισσότερους από 500 επιχειρηματίες στις 11 Ιούνη του 2008, προκειμένου να τους προτείνει ένα εθνικό σχέδιο «παραγωγικής αντεπίθεσης». Στο πλαίσιο μιας συζήτησης για συμφιλίωση θα επαναλάβει τη λέξη «συμμαχία» περισσότερες από 30 φορές. Πέντε χρόνια μετά, η κατάσταση δεν είχε προχωρήσει καθόλου. Και ο διάδοχός του Nicolás Maduro επανάφερε την προσπάθεια: « Αναζητούμε έναν τρόπο (…) για την συγκρότηση ενός πατριωτικού ιδιωτικού τομέα », διατυπωμένη στον τύπο (Folha de S.Paulo, 7 Απρίλη 2013).

Λίγο πιο νότια, οι ακροβασίες της προέδρου της Βραζιλίας Dilma Rousseff προκειμένου να ευχαριστήσει τους βιομήχανους εξέπληξαν μέχρι και το πολύ φιλελεύθερο Veja: « Η πρόεδρος έκανε όλα όσα απαίτησαν οι επιχειρηματίες απαίτησαν » σημειώνει το εντιτόριαλ του περιοδικού, σε ένα τεύχος του οποίου το εξώφυλλο έφερε τον τίτλο «καπιταλιστικό σοκ» (12 Δεκεμβρίου 2012). « Επιθυμούσαν μειωμένους φόρους; Είναι μειωμένοι σε επίπεδα ρεκόρ. Επιθυμούσαν συναλλαγματικές ισοτιμίες βοηθητικές για τις εξαγωγές; Το δολάριο ξεπέρασε τα 2 ρεάλ. Αξίωναν μειώσεις στα μισθολογικά κόστη; Αυτά έχουν μειωθεί στους περισσότερους κάδους οικονομικής δραστηριότητας ».

Μολαταύτα, ούτε η βιομηχανική παραγωγή, ούτε η ιδιωτική επένδυση έχουν αυξηθεί. Μέλος του κόμματος των εργαζομένων (PT), ο Valter Pomar δεν εξεπλάγη πραγματικά. « Οι εργοδότες αντιμετωπίζουν μια πραγματική δυσκολία: είναι καπιταλιστές. Δεν θα ήταν ένδειξη υπευθυνότητας από πλευράς τους να επιλέξουν μια άλλη οδό εκτός από εκείνη που βελτιστοποιεί την κερδοφορία ». Στην Βραζιλία, όπως κι αλλού, η χρηματιστικοποίηση της οικονομίας απάλειψε την αντίθεση μεταξύ βιομηχανικού και κερδοσκοπικού κεφαλαίου. Το να μιζάρει κάποιος σε χρηματοοικονομικά προϊόντα (στη Βραζιλία) ή να παίζει με την συναλλαγματική ισοτιμία (στη Βενεζουέλα) γίνεται πολύ πιο κερδοφόρο από την επένδυση στην παραγωγική οικονομία.

« Υπάρχουν χίλιοι δυο τρόποι ενίσχυσης της ζήτησης, καταλήγει ο δημοσιογράφος Breno Altman. Μπορούμε να εφαρμόσουμε τον ελάχιστο εγγυημένο μισθό, κοινωνικά προγράμματα, να αναπτύξουμε τις δημόσιες υπηρεσίες. Η ώθηση της προσφοράς, αντιθέτως, αποδεικνύεται μια πραγματική σπαζοκεφαλιά. Σε αυτήν την περίπτωση, οι κυβερνώντες εξαρτώνται από την καλή θέληση των αφεντικών ». Ο M. Pomar φτάνει στο ίδιο συμπέρασμα: « Είτε το κράτος θα πάρει την κατάσταση στα χέρια του και θα αποδεχθεί το μπρα-ντε-φερ με την αστική τάξη, είτε θα προσπαθεί να πείσει [την αστική τάξη] να παίξει με τη θέλησή της σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού, χωρίς να είναι βέβαιο ότι η αστική τάξη θα το αποδεχτεί ».

Μετάφραση: Φώτης Παπαγεωργίου