Απόψεις

Εργατικό κίνημα: Κατάσταση και προοπτικές

23/06/2016

των Γιάννου Γιαννόπουλου, Νάγιας Νικολάου, Γιώργου Χριστοφόρου

1β. Η ελληνική οικονομία και η κατάσταση στο συνδικαλιστικό κίνημα


Στο προηγούμενο άρθρο αυτού του κύκλου, επιχειρήσαμε να αναλύσουμε την επίδραση της κεντρικής πολιτικής κατάστασης στο εργατικό κίνημα και να αναδείξουμε την ανανεωμένη σημασία της εργατικής παρέμβασης σήμερα. Έχει όμως αξία να κατανοήσουμε την εσωτερική κατάσταση του εργατικου κινήματος στην Ελλάδα και να εντοπίσουμε τα ενδογενή προβλήματα, πριν επιχειρήσουμε να δώσουμε απαντήσεις στο σήμερα.

Η οικονομία "πεθαίνει";

Ένα από τα μεγαλύτερα όπλα που χρησιμοποιεί η εργοδοσία και συνολικότερα ο αστικός συνασπισμός εξουσίας όταν έρχονται αντιμέτωποι με τις εργατικές διεκδικήσεις, αφορά την "κατάσταση της οικονομίας" σήμερα, επιχειρώντας να υποστηρίξουν ότι λόγω της ύφεσης, οι διεκδικήσεις αυτές είναι αδύνατο να ικανοποιηθούν. Είναι όμως πραγματικά έτσι; Καταρχάς, είναι μύθος ότι "η Ελλάδα δεν παράγει". Η Ελλάδα βρίσκεται στην 38η θέση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ με βάση τα στοιχεία του ΔΝΤ για το 2015[1], ακόμα και μετά από 6 χρόνια σκληρής ύφεσης και απώλειας του 1/4 του Α.Ε.Π. Παρότι πολλές εταιρίες έκλεισαν ή κλείνουν λόγω συνεχόμενων ζημιών (κυρίως μικρομεσαίες), υπάρχουν αρκετές εταιρίες που εμφανίζουν αύξηση κερδών, χωρίς απαραίτητα να έχει αυξηθεί ο τζίρος τους[2].

Ταυτόχρονα, μια σειρά μεγάλων κλάδων, όπως η κατασκευή, έχουν στραφεί στο εξωτερικό, αλλά ο μεγάλος όγκος του προσωπικού τους παραμένει στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, άνω του 50% των ανεκτέλεστων εργασιών της ΕΛΛΑΚΤΩΡ αφορά χώρες του εξωτερικού[3]-με μεγάλο μέρος του προσωπικού της να δουλεύει στην Ελλάδα για τη μελέτη αυτών των εργασιών- και ο όμιλος Μυτιληναίου ανελίχθηκε τα χρόνια της κρίσης στην ομάδα των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών κατασκευαστικών εταιριών στον τομέα της ενέργειας[4]. "Επιπλέον, μια σειρά κλάδων τεχνολογικής αιχμής, όπως οι τηλεπικοινωνίες, παρόλο που έχουν χάσει μερίδιο των κερδών τους τα χρόνια της κρίσης, διατηρούν την κερδοφορία τους [5], αυξάνουν συνεχώς τις επενδύσεις τους [6], προχωρούν σε εξαγορές [7] και συγχωνεύσεις [8]. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στη μείωση του εργατικού κόστους για τις επιχειρήσεις αυτές. Μείωση που έχει επιτευχθεί είτε μέσω απολύσεων και "εθελούσιων εξόδων", είτε - πολύ περισσότερο στις κερδοφόρες επιχειρήσεις- με τη μείωση του εργατικού κόστους, τη μη ανανέωση των συλλογικών συμβάσεων, την ενοικιαζόμενη εργασία και την ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας. Σημαντική συμβολή έχει επίσης η εντατικοποίηση των όρων εργασίας, σύμφωνα μάλιστα με στοιχεία του Ο.Ο.Σ.Α[9] οι Έλληνες είναι ο πιο σκληρά εργαζόμενος λαός στην Ευρώπη, και ο 4ος στον κόσμο.
Η άλλη πλευρά του ζητήματος αφορά την καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια, και το πώς αυτή καταμερίστηκε σε κεφάλαιο και εργασία. Η κρίση έπληξε σχεδόν τέσσερις φορές περισσότερο το εργατικό εισόδημα από ό,τι το εισόδημα κεφαλαίου[10]. Ο συσχετισμός δύναμης κεφαλαίου - εργασίας, αλλά και η γενικότερη κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος επέτρεψαν στην εργοδοσία να μετακυλήσει τα βάρη στις πλάτες των εργαζομένων, ενώ την ίδια στιγμή, το μέσο ακαθάριστο περιθώριο κέρδους βαίνει - αν και με διακυμάνσεις- διαρκώς αυξανόμενο[11].

Η εσωτερική πραγματικότητα του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα

Επιχειρώντας να επικεντρώσουμε στις σοβαρότερες παθογένειες του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα, θα πρέπει σίγουρα να ξεκινήσουμε από τον αριθμό των συνδικαλισμένων εργαζομένων. Σε αντίθεση με το δημόσιο τομέα, που δείχνει μια σημαντική ανθεκτικότητα με όρους συνδικαλιστικής πυκνότητας, στον ιδιωτικό τομέα η κατάσταση είναι δραματική. Οι συνδικαλισμένοι είναι κάτω από το 10% των εργαζομένων, και εάν αφαιρεθούν από την εξίσωση ΔΕΚΟ - τράπεζες και εστιάσουμε στον "σκληρό πυρήνα" του ιδιωτικού τομέα, το ποσοστό πέφτει ακόμα περισσότερο.

Από τη μια πλευρά, η κατάσταση αυτή οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στις εφαρμοζόμενες πολιτικές και αλληλοτροφοδοτείται από αυτές, καθώς η απομαζικοποίηση των συνδικάτων λειαίνει το έδαφος για νέες αναδιαρθρώσεις. Απομαζικοποίηση που είναι διαρκής τα τελευταία χρόνια, τόσο λόγω της ανεργίας, που μειώνει τον αριθμό των εργαζομένων σε παραδοσιακούς κλάδους της οικονομίας, που σε πολλές περιπτώσεις είχαν ιστορικά ισχυρά συνδικάτα, όσο και λόγω της μνημονιακής κατάργησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που οδήγησε στην αδυναμία υπογραφής Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας. Οι κατοχύρωση των όρων και των αμοιβών για την εργασία με συλλογικό τρόπο έχει αποτελέσει ιστορικά όρο συγκρότησης για τα συνδικάτα, όμως τις τελευταίες δεκαετίες η υπογραφή των ΣΣΕ γινόταν συνήθως δια της προσφυγής στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας. Η μνημονιακή αφαίρεση αυτής της δυνατότητας, έχει λειτουργήσει ως και διαλυτικά για πολλές εργατικές ενώσεις.

Από την άλλη πλευρά, η ίδια η εσωτερική λειτουργία των συνδικάτων ήταν ένας από τους παράγοντες που επέτρεψαν την εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών. Το συνδικαλιστικό κίνημα δεν αναπτύχθηκε σε μια σειρά τομέων της οικονομίας που είτε πρωτοεμφανίστηκαν είτε διογκώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, αδιαφορώντας ουσιαστικά για τους εργαζόμενους αυτών των κλάδων που συνήθως ήταν νεότεροι, και ταυτόχρονα δούλευαν με "νεότερα", χειρότερα, εργασιακά καθεστώτα. Την ίδια στιγμή, στις περισσότερες περιπτώσεις, άνεργοι, επισφαλώς και ελαστικώς εργαζόμενοι δεν έχουν καν δικαίωμα εγγραφής στα συνδικάτα τους λόγω των απαρχαιωμένων καταστατικών τους, και δεν βρίσκουν φωνή μέσα από το συνδικαλιστικό κίνημα. Έχει παρατηρηθεί ότι σωματεία σε χώρους με διογκούμενη εκμετάλλευση, φτάνουν στο σημείο να σταματάνε τη λειτουργία τους αντί να μαζικοποιούνται. Επίσης, σε μια σειρά περιπτώσεων ραγδαίας προλεταριοποίησης πρώην μικροαστικών στρωμάτων, κυρίως των επιστημόνων, δεν ιδρύθηκαν σωματεία και η "συνδικαλιστική" έκφραση έμεινε να εκφωνείται κυρίως μέσα από επιστημονικούς φορείς και ενώσεις (Δικηγορικοί Σύλλογοι, Φαρμακευτικοί Σύλλογοι, ΕΣΗΕΑ). Φορείς που σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να υπερασπιστούν τα εργατικά συμφέροντα - ακόμα και όταν παίρνουν θετικές προς αυτά αποφάσεις - αφού εκεί συνυπάρχουν εργοδότες και εργαζόμενοι στις καλές περιπτώσεις, γιατί στις χειρότερες, όπως στην ΕΣΗΕΑ, τα αφεντικά είναι μέλη, αλλά οι επισφαλώς εργαζόμενοι, που είναι πλέον πλειονότητα στον χώρο των media δεν μπορούν καν να εγγραφούν.

Ταυτόχρονα, η ίδια η δομή του συνδικαλιστικού κινήματος και η τρομακτική πολυδιάσπαση τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα δεν βοηθάει στο να είναι λειτουργικά αποτελεσματικό. Σε ένα μόνο δήμο ή σε ένα δημόσιο νοσοκομείο ενδέχεται οι εργαζόμενοι να ανήκουν σε τέσσερα και πέντε σωματεία, αναλόγως του βαθμού εκπαίδευσής τους και του αντικειμένου της δουλειάς τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτό το φαινόμενο προσπαθούσε να αντιμετωπίσει η ΑΔΕΔΥ (τουλάχιστον από το 1986) και το 1ο οργανωτικό-καταστατικό της συνέδριο[12]. Η διάκριση δημοσίου - ιδιωτικού τομέα, που φτάνει ως τη διάκριση ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ είναι άλλη μια ιδιοτυπία που δυσχεραίνει τους όρους της ενιαίας παρέμβασης των εργαζομένων· διαχωρισμός που δεν προέκυψε από εργατική πρωτοβουλία, αλλά από κυβερνητική εντολή, ώστε να μην έρχονται οι δημόσιοι υπάλληλοι σε επαφή με το μικρόβιο της ταξικής πάλης, κατά τους κυβερνητικούς της εποχής, και παρόλα αυτά παραμένει ως τις μέρες μας. Εάν συνυπολογίσει κανείς, δε, τον δαιδαλώδη διαχωρισμό των Εργατικών Κέντρων ακόμα και σε περιοχές που η απόσταση στις μέρες μας αλλά και ο σημερινός πληθυσμός εργαζομένων δεν φαίνεται να το δικαιολογεί, αντιλαμβάνεται ότι το εργατικό κίνημα διαρθρώνεται με έναν τρόπο που δεν συμβάλλει στην αποτελεσματικότητά του, αλλά στο να έχει ένα διευρυμένο αριθμό "κορυφών".

Η διαπίστωση περί "κορυφών" δεν είναι τυχαία. Οι περισσότερες ομοσπονδίες, αλλά και οι συνομοσπονδίες, έχουν ως ηγεσίες διαρκώς αναπαραγόμενες ομάδες γραφειοκρατών, οι οποίοι έχουν χάσει την επαφή με τους χώρους εργασίας και τους εργαζόμενους, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αντιληφθούν καν τις ανάγκες τους . Εκτός αυτού, στα περισσότερα σωματεία το μόνο που λειτουργεί είναι τα Διοικητικά Συμβούλια. Δεν γίνονται συνελεύσεις, και κυρίως, δεν διαχέεται η γνώση και η πληροφορία ώστε οι εργαζόμενοι να είναι πιο εξοπλισμένοι στις καθημερινές μάχες στους χώρους εργασίας. Το φαινόμενο αυτό συνδέεται σε πολύ μεγάλο βαθμό με την επαγγελματοποίηση του συνδικαλισμού. Οι "συνδικαλιστές", όρος που έχει καταντήσει να περιγράφει τους διαρκώς εκλεγόμενους σε θέσεις ευθύνης και όχι όσους ασχολούνται ενεργά με τους εργατικούς αγώνες, προτιμούν να κρατάνε για τον εαυτό τους την γνώση και την πληροφορία ώστε να γίνονται αναντικατάστατοι και "ειδικοί" και έτσι να διασφαλίζουν την αναπαραγωγή τους, μη δημιουργώντας τα κίνητρα έστω και στο μικρό ποσοστό των συνδικαλισμένων εργαζόμενων να συμμετέχει. Αφήνουν στην άκρη έτσι το βασικό όπλο των εργαζομένων απέναντι στους εργοδότες: Ότι μπορούν να είναι ισχυρότεροι, ακριβώς επειδή είναι πολλοί και πολλές.
Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε αδρανοποίηση τις εργατικές ενώσεις, που πολλές φορές περιορίζουν τη δράση τους σε καταγγελτικές ανακοινώσεις και παραστάσεις σε διαιτητικές διαδικασίες ενώπιον του κράτους ή νομικές ενέργειες. Οι προσφυγές και η δικαστική οδός είναι όπλα στο βαθμό που υπάρχει συσχετισμός δύναμης και όχι λόγω της επίκλησης του κράτους δικαίου.
Η απευθείας αντιπαράθεση με την εργοδοσία έχει υποβαθμιστεί, και στις περισσότερες περιπτώσεις περιορίζεται στις επετειακές ή διεκπεραιωτικές απεργίες, εάν και όποτε τις κηρύσσει η ΓΣΕΕ, κάνοντας το μόνο ίσως χρήσιμο πράγμα που παρέχει στους εργαζομένους -πλην των τεκμηριώσεων του Ινστιτούτου Εργασίας- να τους δίνει τη δυνατότητα να απεργήσουν με μια στοιχειώδη νομιμοποιητική κάλυψη. Πέραν της περιθωριοποίησης των παραδοσιακών μορφών αντιπαράθεσης με τα αφεντικά, ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις όπου τα σωματεία μεταχειρίζονται νέες μορφές αγώνα και πίεσης. Ενώ οι καπιταλιστές καταφέρνουν να εκμεταλλεύονται με διαρκώς νέους τρόπους την εργατική επινοητικότητα, το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα είτε αδιαφορεί είτε αδυνατεί να το κάνει.

Τα παραπάνω δεν αποτελούν όμως, δυστυχώς, τις χειρότερες εκφάνσεις. Δεκάδες σωματεία ιδρύονται μόνο και μόνο για να εκλεγούν σύνεδροι για ομοσπονδίες και εργατικά κέντρα, χωρίς να λειτουργούν ποτέ ουσιαστικά. Σωματεία που συγκροτούνται σε ανύπαρκτους χώρους, σωματεία που ψηφίζουν ως και νεκροί, σωματεία που οι διευθυντές υπαγορεύουν στους εργαζόμενους να ψηφίσουν. Σωματεία στήνονται με την προτροπή της εργοδοσίας ούτως ώστε να υπογράφουν επιχειρησιακές συμβάσεις με χειρότερους όρους, ή για να υπάρχει πλήρης έλεγχος της εργοδοσίας στα τεκταινόμενα. Υψηλόβαθμα διοικητικά στελέχη, λειτουργούν και ως συνδικαλιστές, με αποτέλεσμα ο συνδικαλισμός να γίνεται ακόμα πιο απωθητικός για τους εργαζόμενους. Υπάρχουν περιπτώσεις που Ομοσπονδίες αρνούνται να αναδείξουν συγκρούσεις σε εργασιακούς χώρους ή να καλύψουν εργαζόμενους με απεργίες, επειδή έχουν καλές σχέσεις με τους εργοδότες και δεν θέλουν να τις διαταράξουν, στο βωμό των εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών.

Στο προηγούμενο κείμενο επιχειρήσαμε να αναδείξουμε σε έναν βαθμό τις ευθύνες των διαφόρων πολιτικών αντιλήψεων της Αριστεράς για την υποβάθμιση της σημασίας και την κατάσταση στο συνδικαλιστικό κίνημα. Οι ευθύνες όμως της συνδικαλιστικής Αριστεράς είναι πολύ μεγαλύτερες. Η Aριστερά σε όλες της τις εκφάνσεις είναι μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης με ελάχιστες εξαιρέσεις. Καταναλώνει πολλή ενέργεια να αλλάξει τους συσχετισμούς σε σωματεία και ομοσπονδίες, που σε πολλές περιπτώσεις είναι τόσο νοθευμένες που δεν αλλάζουν με τίποτα ή όταν τους αλλάξει δεν δημιουργεί νέα υποδείγματα δημοκρατικής και συμμετοχικής λειτουργίας των σωματείων αλλά παραμένει σε ένα γραφειοκρατικό μοντέλο. Στις χειρότερες δε εκδοχές της, κάνει ανίερες συμμαχίες, ακολουθεί πολλές από τις προαναφερθείσες πρακτικές, συμβάλλει στον ευτελισμό και στην απαξίωση του συνδικαλισμού στα μάτια των πραγματικών εργαζομένων.

Το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα, και όχι μόνο, εκτός από την αρρώστια της γραφειοκρατίας, είναι μολυσμένο και από αυτή του κυβερνητισμού και του νεο-κυβερνητισμού σήμερα. Το συνδικαλιστικό κίνημα από τη φύση του υπερασπίζεται τα συμφέροντα της τάξης του απέναντι σε αυτά του κεφαλαίου και των αστικών κυβερνήσεων που τα υπηρετούν. Αντίθετα, οι κυβερνητικές και οι νεο-κυβερνητικές συνδικαλιστικές παρατάξεις από κοινού, η καθεμία για τους λόγους της, δεν οργανώνουν τους εργαζόμενους ενάντια στα συνεχιζόμενα μέτρα εναντίον τους και τις πολιτικές αυτών που τις ασκούν. Οι κατ' επίφαση καταγγελτικές ανακοινώσεις δεν συνοδεύονται από αντίστοιχες πράξεις, εξωραΐζοντας εν τέλει τις κυβερνητικές πολιτικές. Παράλληλα αποτελούσαν και συνεχίζουν να αποτελούν και σήμερα μέσο ελέγχου των κυβερνήσεων στα συνδικάτα.

Δεν είναι τυχαίο, με βάση όλα τα παραπάνω, ότι ο συνδικαλισμός ως θεσμός είναι απαξιωμένος στην συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας, καθώς έχει συνδεθεί με ικανοποίηση συντεχνιακών και προσωπικών συμφερόντων χωρίς ανεξαρτησία και αυτονομία από αυτούς που το επιβουλεύονται. Όλα αυτά ενισχύουν και τροφοδοτούν με επιχειρήματα τον καλλιεργούμενο από το αστικό μπλοκ, κοινωνικό αυτοματισμό. Είναι ελληνική ιδιοτυπία ότι - μέχρι προσφάτως τουλάχιστον- οι εργαζόμενοι εμπιστεύονταν περισσότερο άλλους θεσμούς, ακόμα και τα πολιτικά κόμματα, παρά τα συνδικάτα, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Και αυτός είναι ο λόγος που χρειαζόμαστε απαντήσεις που να καταπιάνονται με όλα τα παραπάνω φαινόμενα, να ξανακερδίζουν την εμπιστοσύνη των εργαζομένων, να πετυχαίνουν νίκες, έστω και μικρές, ώστε να αρχίσει να αλλάζει το τοπίο. Με τέτοιες απαντήσεις θα επιχειρήσουμε να καταπιαστούμε στα επόμενα μέρη αυτού του κύκλου παρεμβάσεων.