Απόψεις

Να τολμήσουμε να αλλάξουμε

10/06/2016

Είναι δεδομένο πως η Λαϊκή Ενότητα δεν έχει κατορθώσει ως τώρα να συγκροτηθεί με τον τρόπο και στο βαθμό που θα θέλαμε, αδυνατώντας να συσπειρώσει ευρύτερα μαχητικά δυναμικά που θα μπορούσε δυνητικά να εκφράσει το περίγραμμα της πολιτικής της γραμμής. Αυτό οφείλεται εν μέρει σε αντικειμενικές αιτίες, όπως οι διαφορετικές ιδεολογικές καταβολές, διαδρομές και παραστάσεις των ρευμάτων και των αγωνιστών που την συγκροτούν, αλλά και στο βαλτώδες έδαφος της ήττας στο οποίο καλούμαστε να δράσουμε. Οφείλεται όμως και σε αδυναμίες που πρέπει η ΛΑΕ να αποδείξει ότι είναι διατεθειμένη να ξεπεράσει.

Την ίδια στιγμή, η πραγματικότητα του προβληματικού κεντρικού πολιτικού στίγματος της Λαϊκής Ενότητας, δεν αναιρεί την υπαρκτή κινητικότητα που διαπιστώνεται σε μια σειρά από κοινωνικούς χώρους, όπου δυνάμεις της Λαϊκής Ενότητας συναντιούνται στα κοινωνικά μέτωπα, προωθούν τις ανασυνθετικές διεργασίες, δημιουργούν καινούριες συλλογικότητες. Η - μερική έστω - συμπόρευση των δυνάμεων της φοιτητικής Αριστεράς, το blockit, η "Πρωτοβουλία για την Ανασυγκρότηση του ΜΕΤΑ", μια σειρά τοπικών εγχειρημάτων, αλλά και συμπορεύσεις σε συνδικαλιστικούς χώρους, ανέπνευσαν ακριβώς επειδή κόσμος με αναφορά στη Λαϊκή Ενότητα αγωνίστηκε πλάι-πλάι στην ίδια κατεύθυνση. Ή και εντελώς νέα παραδείγματα για την Αριστερά, που σχηματοποιούνται μέσα από κοινωνικοποιημένες διαδικασίες και αντιπαραδείγματα, όπως είναι ο “Χώρος Στέγασης Προσφύγων City Plaza”, όπου οι πληττόμενοι πρόσφυγες συμβιώνουν με τους ντόπιους αλληλέγγυους και παράγουν κοινωνική ισχύ. Κι' αυτό διότι, μέσα από τέτοιες προσπάθειες, συσσωρεύονται νέες εμπειρίες, όπου οι πιο αποκλεισμένοι/ες σκέφτονται και δρουν διαφορετικά. Μέσα από αυτούς τους τρόπους εκτιμούμε ότι διασφαλίζονται καλύτεροι όροι, για τα ίδια τα λαϊκά στρώματα στη διεξαγωγή των ταξικών αγώνων και στη μάχη για την ιδεολογική ηγεμονία.

Αυτά τα παραδείγματα η Λαϊκή Ενότητα θα πρέπει να τα γενικεύσει. Να σταματήσει να λειτουργεί ως διαρκής εκλογικός μηχανισμός σε ετοιμότητα, και να προσπαθήσει να οργανώσει την κοινωνική δυναμική. Να σχεδιάζει, για παράδειγμα, το συντονισμό του κόσμου της στα συνδικάτα των δημόσιων φορέων που απειλούνται από το νέο κύμα ιδιωτικοποιήσεων, μέσα από τα ευρύτερα σχήματα στα οποία ο κόσμος αυτός συμμετέχει, και όχι να προγραμματίζει απλώς εξορμήσεις της "ηγεσίας" στους χώρους αυτούς. Και προφανώς χρειάζεται και αντίστοιχες οργανωτικές δομές, όπου αυτές δεν υπάρχουν ήδη, όπως για παράδειγμα να συγκροτηθούν Πολιτικές Επιτροπές Σπουδάζουσας.

Διανύουμε μια περίοδο όπου δεν αρκεί να καταγγέλλουμε την “κυβέρνηση Τσίπρα” και να καλούμε αφηρημένα τον κόσμο σε λαϊκό ξεσηκωμό ενάντια στα μνημόνια και στην συμβιβασμένη κυβέρνηση. Χρειάζεται να τονώσουμε την αυτοπεποίθηση του κόσμου ότι τίποτα δεν τέλειωσε, απέναντι σε μια γενικευμένη απογοήτευση στο έδαφος της πολιτικής ήττας που υπέστη η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό θα γίνει μόνο όταν ο κόσμος που επιδιώκουμε να εκπροσωπήσουμε κατακτά μικρές υλικές νίκες σε χρόνο ενεστώτα που θα του δίνει τα κίνητρα για να παλέψει για πολύ περισσότερα πράγματα στο μέλλον, στην βάση ενός εναλλακτικού αντιηγεμονικού σχέδιου μετασχηματισμών και ρήξεων. Για να το διατυπώσουμε και διαφορετικά, θεωρούμε δεδομένο πως πρέπει να βρούμε και νέους τρόπους παραγωγής κοινωνικής ισχύος πλάι στους παλιούς, τους οποίους σε πολλές περιπτώσεις πρέπει να στήσουμε από την αρχή. Η κοινωνική ισχύς όμως, για να συσσωρευτεί, να διοχετευτεί δημιουργικά, να πυροδοτήσει ανατρεπτικές διαδικασίες, χρειάζεται πολιτικά υποκείμενα, ανεξαρτήτως του πώς ακριβώς αυτά θα ονομάζονται και θα λειτουργούν στη νέα εποχή. Εάν η ΛΑΕ δεν κατορθώσει να λειτουργήσει ως τέτοιο σχήμα, δεν έχει πολύ μέλλον.

Για να κατορθώσει, όμως, να εμπνεύσει πρώτα από όλους τα ίδια της τα μέλη, και στη συνέχεια και ευρύτερα ακροατήρια, θα πρέπει η απεύθυνσή της να είναι τουλάχιστον αξιόπιστη. Αξιοπιστία που σε καμιά περίπτωση δεν κερδίζεται αν δεν επέλθει η ρήξη με τις μνημονιακές κυβερνητικές δυνάμεις σε κεντρικούς διοικητικούς μηχανισμούς, με κορυφαίο παράδειγμα την Περιφέρεια Αττικής, αλλά και στο συνδικαλιστικό κίνημα, όπου το ζήτημα δεν αφορά μόνο τη συμπόρευση με στελέχη του κυβερνώντος κόμματος, αλλά και την υιοθέτηση πρακτικών που δεν θυμίζουν και πολύ Αριστερά, και σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται να βοηθήσουν στη στράτευση των χιλιάδων ασυνδικάλιστων εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα. Πρακτικές που ασχολούνται μόνο με τον εσωτερικό συσχετισμό σε σωματεία και ομοσπονδίες, που με τη σειρά τους οδηγούν και σε καλύτερες θέσεις στους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς ομοσπονδιών και συνομοσπονδιών, λειτουργώντας τελικά εις βάρος του βασικού συσχετισμού που πρέπει να απασχολεί τους συνδικαλιστές: του κοινωνικού συσχετισμού μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών.

Εξάλλου, επιμένουμε πως η κεντρική πολιτική απάντηση και η ανάγκη συγκρότησης πειστικής ρηξιακής εναλλακτικής είναι αλληλένδετη με την κινηματική αναζωογόνηση. Τα κινήματα αντίστασης και ανατροπής δεν θα γιγαντωθούν αν δεν διαφανεί ο "άλλος δρόμος", αλλά η πλήρης χάραξη ενός τέτοιου δρόμου δεν θα προχωράει όσο τα κινήματα και οι τρόπου οργάνωσης των από κάτω δεν τον τροφοδοτούν. "Άλλος δρόμος" που πρέπει να παρουσιάζεται με τις υπαρκτές δυσκολίες, καθώς ο κόσμος έχει πλέον την εμπειρία από το θερμό καλοκαίρι του 2015 και δεν πείθεται από εύκολα σχήματα. Με μια οπτική που θα αντιλαμβάνεται ότι η ρήξη δεν είναι "στιγμή" αλλά διαδικασία, που ξεκινάει αμέσως με την ακύρωση των μνημονιακών δεσμεύσεων και την παύση πληρωμών, αλλά βασίζεται κυρίως, ακόμα και για την "νομισματική κυριαρχία", στον πολιτικό έλεγχο και τη διαρκή μετατόπιση του συσχετισμού υπέρ των υποτελών και δευτερευόντως στο "προνόμιο έκδοσης του νομίσματος". Μια ρηξιακή διαδικασία που για να πάρει σάρκα και οστά, θα πρέπει να έχουμε στο νου μας τόσο τα άμεσα πολιτικά και οικονομικά μέτρα άμυνας που θα πρέπει να πάρουμε στους τομείς που θα δεχθούμε τη μεγαλύτερη επίθεση, και ταυτόχρονα θα συμπεριλαμβάνει στην εκπόνησή της τις γνώσεις και την επινοητικότητα αυτών που ξέρουν καλύτερα τα επί μέρους ζητήματα: αυτούς και αυτές που ζουν ή θέλουν να ζήσουν από τη δουλειά τους.

Στην παραπάνω βάση, μια διαδικασία ρήξεων χρειάζεται και προτεραιότητες. Ακόμα και αυτοί που θα στηρίξουν μια τέτοια προσπάθεια, έχουν σε αρκετές περιπτώσεις αντικρουόμενα μεταξύ τους συμφέροντα. Η απαλλαγή από τα μνημόνια ενώνει πιθανώς έναν μικρό εργοδότη και τον εργαζόμενό του, αλλά συνεχίζει να τους χωρίζει το ύψος του μισθού και τα δικαιώματα του δεύτερου. Το ότι θέλουμε να πείσουμε και τους δύο να συστρατευτούν μαζί μας, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να είναι σαφές ότι στις μεταξύ τους αντιθέσεις θα είμαστε πάντα με τον δεύτερο. Είναι λάθος επομένως να αθροίζουμε κοινωνικές ομάδες ως ακροατήρια, θα πρέπει να θυμηθούμε την έννοια του "συνασπισμού εξουσίας", να πείσουμε τους από κάτω, που είναι πλέον πάρα πολλοί και πολλές, ότι αποτελούν την πρώτη μας προτεραιότητα. Αυτό χρειάζεται και για έναν ακόμα λόγο: Γιατί η εκπόνηση των ειδικότερων επεξεργασιών που αναφέραμε παραπάνω, ή των κατά καιρούς θέσεων, πρέπει να δεσμεύεται από την ιεράρχηση αυτή. Πολύ απλά γιατί οι ταξικές ανισότητες διαπερνούν και την Αριστερά, γιατί αυτοί που δουλεύουν 12 ώρες τη μέρα δεν μπορούν συνήθως να συμμετέχουν σε όλες τις διαδικασίες - φαινόμενο που έχει αναλυτικά εξηγήσει πρόσφατα ο Σ. Σιαμανδούρας[1] - με αποτέλεσμα συχνά οι θέσεις να αντανακλούν και τα ταξικά συμφέροντα αυτών που συμμετέχουν στις επιτροπές που τις εκπονούν. Υπό το ίδιο ακριβώς πρίσμα, μας ενώνουν πολύ περισσότερα με τους εργαζόμενους άλλων χωρών από ό,τι με τους Έλληνες που συναπαρτίζουν το σημερινό άρχον συγκρότημα· οι πρώτοι είναι πιθανό να μας στηρίξουν την ώρα της σύγκρουσης, οι δεύτεροι θα είναι σίγουρα απέναντί μας. Το διεθνιστικό πρόταγμα δεν είναι επομένως ιδεολογικό φετίχ, είναι η ανάγκη να στηρίξουμε σε ευρύτερες βάσεις το εγχείρημά μας - χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι θα περιμένουμε κανέναν για να προχωρήσουμε στις δικές μας ρήξεις.

Τέλος, το ζήτημα του στίγματος του εγχειρήματος εξαρτάται και από την εκπροσώπηση και τη δημόσια εικόνα. Οι νέες και οι νέοι, οι εργαζόμενοι, οι γυναίκες, όσοι θέλουμε να συνταχθούν με το σχέδιό μας, θα πρέπει να βλέπουν και τον εαυτό τους στο εγχείρημά μας. Πράγμα που προϋποθέτει όχι απλώς τον πλουραλισμό των εκπροσωπήσεων, αλλά και τη συγκεκριμένη σύνθεση τους. Μια σύνθεση που αν δεν διασφαλίζεται και με οργανωμένο τρόπο, όπως επιχειρεί να τον περιγράψει η πρόταση της ΑΡΚ για τη συλλογική εκπροσώπηση, η ιστορία της Αριστεράς διδάσκει πως δεν πρόκειται να υλοποιηθεί. Δεν θα ευθύνεται κανένας πλην ημών, αν το πάθημα των εκλογών του Σεπτέμβρη του '15 δεν μας γίνει μάθημα.

Αυτό που χρειαζόμαστε είναι επομένως μια συνολική επανεκκίνηση της Λαϊκής Ενότητας. Μια επανεκκίνηση που θα δημιουργήσει και νέες δυνατότητες για την ενοποίηση υπαρκτών σχηματισμών, και το άνοιγμα ενός διαλόγου με όλες τις ριζοσπαστικές δυνάμεις της αριστεράς για το τι σημαίνει ρήξη με την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα διαμορφώσει συνθήκες ευρύτερων συμπορεύσεων και ανασυνθέσεων, χωρίς να έχουμε αυταπάτες για το ότι θα υπάρχουν πάντα δυνάμεις που θα επιλέγουν τον αριστερίστικο σεχταρισμό έναντι της επίπονης διαδικασίας των συνθέσεων.

Το βασικότερο όμως δεν είναι αυτό: Είναι η προσπάθεια η Λαϊκή Ενότητα να υπερβεί μια καταστατική της αντίφαση: Το γεγονός ότι θα ήθελε να οργανώσει και να εκφράσει συγκεκριμένα κοινωνικά δυναμικά, που δεν μπορεί να οργανώσει και να εκφράσει, ακριβώς επειδή εκπέμπει ένα μη θελκτικό στίγμα, φαίνεται να επενδύει περισσότερο στην εκπροσώπηση και όχι στην οργάνωση, εκπέμπει περισσότερο κοινοβουλευτισμό και λιγότερο ριζοσπαστισμό, κάνει θολές επιλογές ισορροπιών που την τραυματίζουν, και δεν μιλάει τη γλώσσα αυτών που θέλει να την καταλάβουν. Αντί να προσπαθεί να επικοινωνήσει στην κοινωνία το ρηξιακό της πρόγραμμα, να το δουλέψει μαζί της μέσα από ουσιαστικές διαδικασίες διαλόγου και να οργανώσει το ταξικό μπλοκ της σύγκρουσης με τα μνημόνια και τις πολιτικές της λιτότητας, επιλέγει να κάνει πολιτική με "παλιούς όρους" κάτι που φαίνεται και στις επιλογές της για δημόσια εκπροσώπηση της στα ΜΜΕ. Μόνο εάν αυτή η κατάσταση αλλάξει θα μπορέσει να απευθυνθεί προνομιακά σε όσους θα περίμενε να την ακούσουν, με πρώτους τους εκατοντάδες χιλιάδες που έδωσαν τη μάχη του δημοψηφίσματος, αλλά δεν πήγαν στις κάλπες το Σεπτέμβρη του '15.


Γιάννος Γιαννόπουλος
Σίμος Σιμωτάς

[1] Σωτήρης Σιαμανδούρας, Για τη δημοκρατία, το κόμμα και την κρίση εκπροσώπησης, RProject