Απόψεις

Η φυσιογνωμία και το πρόγραμμα της Αριστερής Ριζοσπαστικής Κίνησης

12/04/2016

Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση

Η φυσιογνωμία και το πρόγραμμα της Αριστερής Ριζοσπαστικής Κίνησης (ΑΡΚ)

(Το κείμενο αποτελεί απόφαση της 2ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης της ΑΡΚ που έγινε στην Αθήνα στις 2-3 Απριλίου 2016)

Εισαγωγή

Στην πορεία της ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής Αριστεράς, μετά από τη ραγδαία μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα κόμμα που εντάσσεται πλέον στο κυρίαρχο νεο-φιλελεύθερο υπόδειγμα πολιτικής, τίθεται το εξής κεντρικό ερώτημα: αν και κατά πόσο η συστημική κρίση, που παίρνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Μνημονίου στη χώρα μας, προσλαμβάνεται από τα λαϊκά στρώματα στο πλαίσιο της αντίθεσης  Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο ή η αντίθεση αυτή έχει μετατοπιστεί σε έναν άλλο άξονα. Δηλαδή, ενώ είχε διαμορφωθεί η παραπάνω ως η κυρίαρχη αντίθεση στη βάση της οποίας ο ΣΥΡΙΖΑ είχε δομήσει τις ταξικές και κοινωνικές του συμμαχίες με κορύφωση το ΟΧΙ, κατά πόσο το Μνημόνιο –Αντιμνημόνιο ακόμα ισχύει παρά τη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι θέμα εκτίμησης το αν η ενοποιητική αυτή αντίθεση παραμένει και προς το παρόν δεν εκφράζεται παρά τις κινητοποιήσεις που γίνονται (αγρότες, επιστήμονες κλπ.) ή έχει αναιρεθεί μέσα από την ευρύτατη αποδοχή ενός «ρεαλισμού» που υπαγορεύει την παραμονή στο καθεστώς υποτέλειας και αέναης λιτότητας με την προσμονή «καλύτερων ημερών». Εάν θεωρήσουμε όμως ότι ο άξονας έχει μετατοπιστεί σε κάτι άλλο υπάρχει κάτι σήμερα που ενοποιεί τα λαϊκά στρώματα που πλήττονται ;

Παρά το γεγονός ότι οι αγώνες του τελευταίου διαστήματος, κυρίως απέναντι στην νέα ασφαλιστική μεταρρύθμιση, αντικειμενικά στρέφονται ενάντια σε μέτρα που απορρέουν από το 3ο μνημόνιο και υπό αυτή την έννοια είναι αντιμνημονιακοί, η απλή επίκληση του «Αντιμνημονίου» δεν θα μπορέσει να συσπειρώσει τα λαϊκά στρώματα σε ένα νέο ηγεμονικό πολιτικό σχέδιο. Θα πρέπει εδώ να είμαστε καθαροί: Είναι σαφές ότι η εγκατάλειψη του διπόλου «Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο» από τον ΣΥΡΙΖΑ, σηματοδοτεί την εμπέδωση της «ρεαλιστικής» στροφής του,  και άρα την υπαγωγή του λόγου του στον κυρίαρχο λόγο, όπως διαφάνηκε και από την απόκρυψη του όρου «Μνημόνιο» ήδη από την προεκλογική περίοδο. Για μας επομένως σημασία έχει και καθήκον είναι, να εντοπίσουμε και να καταγγείλουμε με την πολιτική μας την καταστροφική γιγαντιαία αναδιανομή του εισοδήματος που εξελίσσεται στη χώρα μας με την τριτοκοσμική απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων εις βάρος του κόσμου της εργασίας, μία κατάσταση που ενέχει τον κίνδυνο της πλήρους διάλυσης της πολιτικής εκπροσώπησης, αστικής και μη αστικής. Η μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα που θα διατρέχεται από ζώνες κοινωνικού αποκλεισμού της μεγάλης μάζας των λαϊκών στρωμάτων προβάλλει πια ως άμεση συνέπεια των παραπάνω μνημονιακών πολιτικών.

Αντιλαμβανόμαστε, επίσης, τη μεγάλη ηθική και πολιτικο-συμβολική σημασία της αντίθεσης «Μνημόνιο -Αντιμνημόνιο» για τα λαϊκά στρώματα όπως αποτυπώθηκε και στο μεγαλειώδες ΟΧΙ του δημοψηφίσματος. Την ίδια στιγμή όμως η τρομακτική πυκνότητα του ιστορικού χρόνου έχει κρύψει, χωρίς να έχει κλείσει, το σαφές ρήγμα του δημοψηφίσματος. Η εμπειρία και τα συμπεράσματα της «διαπραγμάτευσης» δημιουργούν νέα ερωτήματα, εφόσον οι περισσότεροι/ες πλέον καταλαβαίνουν ότι η ακύρωση των μνημονίων θα συνοδεύεται από ευρύτερες συγκρούσεις. Για να αποτραπεί επομένως ο κίνδυνος πλήρους εδραίωσης της μνημονιακής κανονικότητας, δεν αρκεί μόνο ένα «επαρκές» κυβερνητικό πρόγραμμα, αλλά απαιτείται μια διαδικασία σύγκρουσης που αναγκαστικά ενέχει στοιχεία σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Επομένως η αντίθεση «Μνημόνιο /Αντιμνημόνιο» παραμένει, αλλά μετασχηματίζεται σε καινούριες μορφές που ήδη συμπυκνώνονται στο δίπολο «υπάρχει /δεν υπάρχει εναλλακτική». Εναλλακτική που, αν ο κόσμος δεν τη δει, δεν θα συσπειρωθεί ξανά σε πολιτικό σχέδιο ανατροπής, ακόμα και αν συμμετέχει σε επιμέρους κινητοποιήσεις. Το νέο αυτό δίπολο θέτει επομένως πιο σύνθετα καθήκοντα, για την εκπόνηση του σχεδίου αυτής της εναλλακτικής, τμήμα μόνο του οποίου είναι η νομισματική ανεξαρτησία, η έξοδος από την Ευρωζώνη και η σύγκρουση με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Την ίδια στιγμή, μας αναγκάζει να εγκαταλείψουμε ευκολότερα σχήματα οριζόντιων κοινωνικών συμμαχιών όλων όσων τοποθετούνταν μέχρι πρότινος στο «Αντιμνημόνιο» και να δούμε μέσα από τις ταξικές προτεραιότητες εντός του πληττόμενου τμήματος της κοινωνίας τη συγκρότηση ενός νέου «κοινωνικού μπλοκ» της ρήξης. Για αυτήν τη στρατηγική ρήξης με στόχο το σοσιαλισμό πρέπει να εργαστούμε και να αγωνιστούμε.

  1. Φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά:

 

Η ΑΡΚ φιλοδοξεί να συμβάλει με την παρουσία της στις διεργασίες που εξελίσσονται στην Αριστερά, μετά και τη σταδιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε νεοφιλελεύθερο κόμμα [αντίπαλο στρατόπεδο], στο χτίσιμο εκείνου του πολιτικού υποκειμένου που θα βάλει φρένο στις επιθέσεις της άρχουσας τάξης, που έχουν παροξυνθεί λόγω της «κατάστασης εκτάκτου ανάγκης» η οποία έχει επιβληθεί από τα Μνημόνια στο οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο στη χώρα μας, και θα υπερασπίσει τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις των εργαζομένων, της νεολαίας και των λαϊκών στρωμάτων. Η εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η αποτύπωσή της στην Ευρώπη και στην Ελλάδα ειδικότερα, η αδυναμία του συστήματος να την αντιμετωπίσει διατυπώνοντας ένα σχέδιο διεξόδου από την κρίση αποδεκτό συνολικά από την κοινωνία (εξού και η ολομέτωπη επίθεσή του στον κόσμο της εργασίας), αλλά και οι απόπειρες του να την εκμεταλλευτεί για να επιβληθεί ως «φυσική» αναγκαιότητα, όλα αυτά θεωρούμε ότι επιβεβαιώνουν τις ιστορικές αναφορές και αναλύσεις της Αριστεράς και του μαρξισμού. Ταυτοχρόνως επικυρώνουν τις αναλύσεις πολλαπλών θεωριών κοινωνικής απελευθέρωσης για τα όρια του καπιταλιστικού συστήματος, την κάθετη ταξικότητα του, τις οριζόντιες αντιθέσεις του (φυλετικές, σεξιστικές, διεύθυνσης / εκτέλεσης, χειρωνακτικής / διανοητικής εργασίας, πολιτισμού / φύσης  κλπ) και επαναφέρουν το αίτημα για την ανατροπή του. Επειδή στη σημερινή συγκυρία η καπιταλιστική κρίση είναι βαθιά δομική, και σε αντίθεση με το τέλος του ‘70 και το ’80, όταν ο νεοφιλελευθερισμός μπορούσε να πείσει ότι εκφράζει το «γενικό καλό», ο αστισμός πλέον δεν έχει πραγματική εναλλακτική, αναδύεται τώρα ένα κενό ηγεμονίας που καλείται η Αριστερά να καλύψει. Επομένως θεωρούμε ως τελικό μας στόχο τη συμμετοχή μας σε όλες εκείνες τις διεργασίες που θα συντείνουν στην ανασύνθεση της ριζοσπαστικής Αριστεράς μέσα από τη δημιουργία ενός πλατιού μετώπου με όλες τις συλλογικότητές της, τις οργανώσεις για τα δικαιώματα και τα απελευθερωτικά κινήματα, με στόχο να ανοίξει ο δρόμος για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και το πέρασμα στη σοσιαλιστική κοινωνία.

 

  1. Κίνημα:

 

Η ΑΡΚ επιδιώκει να έχει οργανική σχέση με τα κινήματα. Όσοι/ες συμμετέχουμε στην ΑΡΚ:

  • Επιδιώκουμε όχι μόνο τη συμμετοχή μας αλλά και την πυροδότηση κινηματικών διαδικασιών. Είμαστε παρόντες/παρούσες στις κινητοποιήσεις του εργατικού και του νεολαιίστικου κινήματος, αλλά και των ευρύτερων κοινωνικών κινημάτων. Θέλουμε όχι απλά να συμμετέχουμε αλλά να συμβάλλουμε οι ίδιοι/ες στην παραγωγή κινηματικών διαδικασιών μέσα αφενός από την προσπάθεια μαζικοποίησής τους και αφετέρου από την κατάθεση προτάσεων που λειτουργούν προωθητικά, σε πολιτικό και σε οργανωτικό-κινηματικό επίπεδο.
  • Θεωρούμε αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητάς μας τη συμμετοχή, πέρα από το εργατικό και το νεολαιίστικο κίνημα, στο αντιφασιστικό, περιβαλλοντικό, μεταναστευτικό/προσφυγικό, αγροτικό, γυναικείο κίνημα, στο φεμινιστικό, στο LGBT, στο κίνημα για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, στα κινήματα αλληλεγγύης και στις τοπικές και περιφερειακές κινητοποιήσεις.
  • Επιδιώκουμε τη μεγαλύτερη δυνατή ενότητα των δυνάμεων της Αριστεράς σε κάθε κινηματική διαδικασία. Σεβόμαστε και υπερασπιζόμαστε τις ίδιες τις δημοκρατικές διαδικασίες κάθε κινήματος. Είμαστε ενάντια στις λογικές καπελώματος και πατροναρίσματος και θεωρούμε ότι σε κάθε κινηματική διαδικασία το ίδιο το μαζικό κίνημα πρέπει να ελέγχει πραγματικά τις διαδικασίες του, τις αποφάσεις του, την πορεία του αγώνα του, τις καμπές και τις εξάρσεις του και να μεριμνά για τη συνέχεια και τη διάρκεια των αιτημάτων του. Η κοινωνία που επιζητούμε είναι η πολιτική κοινωνία των δικαιωμάτων και όχι των επιλογών του δήθεν ελεύθερου ατόμου του νεοφιλελευθερισμού.

 

  1. Διεθνισμός:

 

 Η ΑΡΚ επιδιώκει να είναι μια κατεξοχήν διεθνιστική οργάνωση της Αριστεράς. Ο διεθνισμός είναι συγκροτησιακή αρχή για την συλλογικότητα μας. Όμως, οφείλουμε να διαφοροποιήσουμε το δικό μας διεθνισμό τόσο από τα εύκολα συνθήματα της αριστερής ιστορίας, όσο και από τον κοσμοπολιτισμό της διεθνούς αστικής τάξης. Οφείλουμε επίσης να διαφοροποιηθούμε και από έναν αβασάνιστο, συνθηματολογικό και τελικά σοσιαλφιλελεύθερο ευρωπαϊσμό. Για μας ο διεθνισμός είναι μια απάντηση στην ιδεολογική έγκλιση του έθνους-κράτους μέσω της φαντασιακής κατασκευής της κοινής καταγωγής. Δεν πιστεύουμε στους εθνικούς μύθους και στις «μαγγανείες» των εθνικών συμβόλων, παρότι τόσο ο ταξικός αγώνας, όσο και η πολιτική κοινωνία με τους θεσμούς της έχουν σταθερό σημείο αναφοράς το κράτος ως τη συμπύκνωση ταξικών σχέσεων και συσχετισμών. Επιπρόσθετα, η λαϊκή κυριαρχία και η δημοκρατία δεν μπορούν να υπάρξουν αν δεν είναι οργανωμένες στο επίπεδο του κράτους και από εκεί εξαπλώνονται και σε άλλα επίπεδα. Ο διεθνισμός μας είναι η αναζήτηση των κοινών συμφερόντων και η επιδίωξη κοινής πάλης των εργαζόμενων και λαϊκών τάξεων, κυρίως στην Ευρώπη, στην ευρύτερη γεωπολιτική περιοχή όπου ανήκουμε, αλλά και παγκόσμια.  Ο διεθνισμός μας είναι ένα μόνιμο και σταθερό πλαίσιο αμφισβήτησης των ταξικών συμφερόντων των ευρωπαϊκών ελίτ και των πολιτικών τους. Επιδιώκουμε να είναι ένα διαρκές κάλεσμα στις εργαζόμενες τάξεις της Ευρώπης και τις άλλες κοινωνικές δυνάμεις για μια πανευρωπαϊκή οργάνωση και συντονισμό των αντιστάσεων αλλά και των στόχων της πάλης μας. Την ίδια οργάνωση των συμφερόντων των υποτελών τάξεων, πέρα από εθνικούς, φυλετικούς, έμφυλους, πολιτισμικούς και άλλους διαχωρισμούς επιδιώκουμε και στο εσωτερικό της χώρας.

 

  1. Δημοκρατία:

 

Για εμάς το ζήτημα της εσωτερικής δημοκρατίας στις οργανώσεις του κινήματος (συνδικαλιστικές, πολιτικές και άλλες) δεν είναι ένα τυπικό ζήτημα, αλλά ουσίας και ζωτικής σημασίας. Σε κάθε πολιτικό ή άλλο σχηματισμό η βάση πρέπει να ελέγχει  την ηγεσία, τις αποφάσεις και την πορεία του σχηματισμού αυτού. Η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και των παραδοσιακών κομμάτων της Αριστεράς στην Ελλάδα, μας έχει δείξει ότι η υποτίμηση του κόσμου της Αριστεράς μέσα από την έλλειψη δημοκρατικών διαδικασιών έχει οδηγήσει στις μεγαλύτερες προδοσίες. Πιο πρόσφατα, στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ αυτό έγινε με την υφαρπαγή του κόμματος ως εργαλείου λαϊκής εκπροσώπησης και ηγεμονίας και στην μετατροπή του σε ένα απλό συνδιαχειριστικό μόρφωμα,  ενώ την κεντρική πολιτική αποφασίζουν και διαχειρίζονται κέντρα εξουσίας που υπάρχουν ερήμην των μελών. Επειδή πιστεύουμε ότι η δύναμη της Αριστεράς, πέρα από τις θέσεις της και τη μορφή της οργάνωσής της, είναι το ίδιο το ανθρώπινο δυναμικό της, θεωρούμε ότι αυτό μπορεί να αξιοποιηθεί μόνο μέσα από την πλήρη δημοκρατική εσωτερική λειτουργία. Η ΑΡΚ, για τη διασφάλιση των εσωτερικών της διαδικασιών αλλά και για τους πολιτικούς ή κινηματικούς σχηματισμούς στους οποίους μετέχει επιδιώκει:

  • Δημοκρατία σε επίπεδο βάσης: ανοικτές και δημοκρατικές διαδικασίες σε συντροφικό κλίμα και με σεβασμό και πλήρη δικαιώματα έκφρασης στη μειοψηφική άποψη.
  • Δημοκρατικά συντονιστικά, εκλεγμένα από τη βάση.
  • Ανακλητότητα σε όλα τα όργανα
  • Την αποτροπή δημιουργίας ανεξέλεγκτων οργάνων και ηγεσιών, ανεξέλεγκτων επικεφαλής και ηγετών – βοναπαρτών, αλλά και την ακύρωση του διαχωρισμού χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας εντός οποιασδήποτε συλλογικότητας.

 

  1. Σχέση με άλλες οργανώσεις:

 

Η ΑΡΚ επιδιώκει τον όσο πιο στενό συντονισμό με άλλες οργανώσεις της Αριστεράς από οποιοδήποτε πολιτικό φορέα και αν προέρχονται, τόσο για τα ζητήματα που αφορούν σε επιμέρους πολιτικές συμμαχίες, όσο και στο επίπεδο της κινηματικής της παρέμβασης. Θεωρούμε ότι ήδη έχουμε συμβάλει στην ύπαρξη σημαντικών τέτοιων κινηματικών παρακαταθηκών με πιο σημαντική τη δημιουργία, συγκρότηση και δράση του Αντιφασιστικού Συντονισμού Αθήνας- Πειραιά. Το μοντέλο τέτοιων συνεργασιών είναι αυτό που θέλουμε να ακολουθήσουμε το επόμενο διάστημα είτε για τη συγκρότηση κεντρικών πρωτοβουλιών, είτε για τοπικά ή επιμέρους ζητήματα.

 

  1. Σχέσεις Κόμματος – Κράτους:

 

Για τους μαρξιστές το κράτος είχε πάντα ξεκάθαρα ταξικά χαρακτηριστικά, αναπτύχθηκε σταδιακά μέσα από την εξέλιξη της ταξικής κοινωνίας και θα απονεκρώνεται καθώς θα εξαλείφεται η ταξική κοινωνία - όπως αναλύει ο Ένγκελς στο έργο του «Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους». Ο Λένιν προχώρησε την ανάλυση ένα βήμα παραπέρα (στο «Κράτος κι Επανάσταση») εξηγώντας τα πρακτικά βήματα που χρειάζονται ώστε το κράτος σε συνθήκες εργατικής εξουσίας να ελέγχεται δημοκρατικά, να υπηρετεί πραγματικά την κοινωνία και να εξαλείφεται σταδιακά αντί να παίρνει τις τερατώδεις διαστάσεις που πήρε επί Σταλινισμού. Κατά το Νίκο Πουλαντζά το κράτος, όπως και το κεφάλαιο, πρέπει να θεωρείται ως σχέση, “ακριβέστερα ως η υλική συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε τάξεις και μερίδες τάξεων, έτσι όπως αυτός εκφράζεται, πάντοτε με ειδικό τρόπο, μέσα στο Κράτος.”

Η κρίση των αστικών κομμάτων, κρίση αντιπροσώπευσης, αρχίζει να εκδηλώνεται μετά το 1980 και επηρεάζει τα αριστερά κόμματα τα οποία τείνουν να αντιγράφουν μορφές αστικών κομμάτων, συνήθως όταν μετέχουν ή διεκδικούν να μετάσχουν στην εξουσία. Αναπαράγονται επομένως ως ιεραρχικά δομημένοι μηχανισμοί αντιπολιτευτικής εξουσίας, με περιορισμένη εσωτερική δημοκρατία στη λήψη αποφάσεων και πλουραλισμό απόψεων στο εσωτερικό τους. Η συρρίκνωση της μαζικότητας και συμμετοχής και στα αριστερά κόμματα επίσης είναι αποτέλεσμα της κατίσχυσης του νέο-φιλελευθερισμού που εξασφαλίζει, από το 1980, τη λαϊκή συναίνεση μέσω της αγοράς που διαμορφώνει το κυρίαρχο πρότυπο του πολίτη ως καταναλωτή. Επομένως ο πολίτης υποκαθίσταται ως πολιτική υπόσταση από την ταυτότητα του καταναλωτή και απαξιώνει τη συμμετοχή του σε κάθε μορφή κοινωνικού και πολιτικού θεσμού. Ακόμα και αν στην καλύτερη περίπτωση ενεργοποιείται σε επιμέρους κινήματα «ταυτότητας», αδυνατεί να αμφισβητήσει στην ολότητά της την αστική κυριαρχία. Άρα τίθεται με επιτακτικό τρόπο το ζήτημα του πώς συγκροτείται σήμερα ένα ριζοσπαστικό αλλά και μαζικό κόμμα της Αριστεράς ικανό να προσελκύσει  πλατιά λαϊκά στρώματα προσφέροντάς τους τη χαρά της γόνιμης συμμετοχής στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων και της χάραξης πολιτικής, κάτι που θα λειτουργούσε ως το αντιπαράδειγμα της καταναλωτικής απόλαυσης.

 

Το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ με την πρόσφατη ενσωμάτωσή του στο νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊκό σχέδιο της λιτότητας, είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της αναπαραγωγής του αστικού τρόπου λειτουργίας του μέσα σε ένα κόμμα καρτέλ από την αντιπολιτευτική περίοδο, και ειδικά από το 2013. Όπως τα αστικά κόμματα έτσι και ο ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζεται από συγκεντρωτισμό που όμως συνυπάρχει με μία συναίνεση σε επίπεδο τασικών εκπροσωπήσεων, αρχηγισμό, έμφαση στην τηλεοπτική επικοινωνία, υποκατάστατη των οργάνων του κόμματος από το Κοινοβούλιο ως το κέντρο εξουσίας της ομάδας πέριξ του αρχηγού και την τεχνοκρατική νομιμοποίηση των αποφάσεων. Το τέλος του ΣΥΡΙΖΑ ως αριστερού κόμματος και η μετατροπή του σε καθεστωτικό επιτελέστηκε με την ολοκληρωτική του αφομοίωση από το κράτος

 

Η «κρατικοποίηση» του κόμματος και μάλιστα ενός αριστερού κόμματος είναι η αφαίρεση ενός πολύτιμου εργαλείου από το οπλοστάσιο των εργαζόμενων τάξεων, εφόσον το νεοφιλελεύθερο πολιτικό σύστημα δεν επιχειρεί μόνο να αφαιρέσει εισόδημα από αυτές αλλά και μορφές πολιτικής οργάνωσης. Το αριστερό κόμμα είναι η αντίπαλη μορφή στο κράτος, τον ισχυρό πόλο της σχέσης και την κατεξοχήν μορφή οργάνωσης της αστικής πολιτικής. Ως εκ τούτου η έμφαση της αριστερής, αντικαπιταλιστικής πολιτικής θα πρέπει να είναι στο δημόσιο χαρακτήρα της πολιτικής και του κράτους, δηλ. στη διαπερατότητα του κράτους από τις ανάγκες και τα συμφέροντα των εργαζόμενων τάξεων.

 

Όσον αφορά το ίδιο το αριστερό κόμμα και τις άμυνες του απέναντι στην «κρατικοποίηση» του, αναφέρουμε τους εξής άξονες - δίπολα: Στη συλλογική ηγεσία και όχι στον ηγέτη, στην εσωτερική δημοκρατία και όχι στην κεντρική συνεννόηση τάσεων, στο σπάσιμο του εσωτερικού καταμερισμού εργασίας και του διαχωρισμού χειρωνακτικής – πνευματικής εργασίας και όχι σε μια στείρα και επιλεκτική πολιτική στελεχών, στην οργάνωση του κόμματος ως συλλογικού διανοούμενου των εργαζόμενων τάξεων και όχι ως επιτελείο για τις ανάγκες της ηγεσίας, στην έμφαση στα κινήματα και όχι στα οργανωμένα συμφέροντα των ομάδων πίεσης (λόμπι). Οι επιμέρους συνελεύσεις που δομούνται στη βάση του κοινωνικού χώρου και του πεδίου κοινωνικής δράσης των μελών αποτελούν τα βασικά κύτταρά του. Η εκάστοτε πολιτική διαμορφώνεται πρωτογενώς σ’ αυτές τις συνελεύσεις και η τελική διατύπωσή της ολοκληρώνεται σε ανώτερα όργανα που είναι εκτελεστικά. «Ενδιάμεσα όργανα» (περιφερειακές ή θεματικές επιτροπές, συνελεύσεις συντονισμού κ.λπ.) δημιουργούνται σταδιακά, σύμφωνα με τις ανάγκες και τις πρωτοβουλίες που προκύπτουν από την κοινωνική δράση των μελών και δεν έχουν απαραίτητα μόνιμο χαρακτήρα. Βασική προϋπόθεση για όλα τα μέλη του αριστερού κόμματος που επιδιώκουμε αποτελεί η ένταξη στα κινήματα και τους φορείς που εκδηλώνεται η πολιτική και κοινωνική δράση. Η πολιτική ηγεσία προκύπτει από τις διαδικασίες του κόμματος, είναι συλλογική και δεν ταυτίζεται από τις κοινοβουλευτικές κατά το σύνταγμα υποχρεώσεις ορισμού αρχηγού. Οι περαιτέρω επεξεργασίες αυτών των αξόνων είναι απαραίτητες τόσο για την πολιτική θεωρία μας, όσο και για τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά μας.

 

  1. Προγραμματικά σημεία:

 

Αυτή την περίοδο ο βασικός φορέας και εκφραστής του ΤΙΝΑ είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Η ΑΡΚ αρνείται αυτή την αφήγηση και επιδιώκει να συμμετέχει στη συζήτηση για τους δρόμους που οδηγούν έξω από τα μνημόνια, από τις πολιτικές σκληρής λιτότητας, εν ολίγοις αυτό που συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία εδώ και 6 χρόνια. Θεωρούμε ότι η περίοδος της «διαπραγμάτευσης» του ΣΥΡΙΖΑ, η περίοδος του δημοψηφίσματος, ο πόλεμος που δέχτηκε η ελληνική κοινωνία από το κλείσιμο των τραπεζών, από τα ΜΜΕ και από τους επίσημους «θεσμούς» της ευρωπαϊκής άρχουσας τάξης, έχουν οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα για το ρόλο και τα όρια της συνύπαρξης μέσα στην ΕΕ, για το ρόλο του εγχώριου κατεστημένου, όπως και της ελληνικής αστικής τάξης και των στηριγμάτων της. Και στη βάση αυτών των συμπερασμάτων είναι που η ΑΡΚ υιοθετεί ένα πρόγραμμα μεταβατικών διεκδικήσεων που δείχνει τον εναλλακτικό δρόμο που θα μπορούσε και μπορεί να υπάρξει.

 

Αυτός περιλαμβάνει καταρχήν και πάνω από όλα την άρνηση πληρωμής του χρέους: διότι είναι αδύνατο να υπάρξει οποιαδήποτε διέξοδος και ανάπτυξη για την ελληνική οικονομία, όσο η ελληνική κοινωνία συνεχίζει να πληρώνει ένα χρέος που εκείνη δεν δημιούργησε. Βέβαια όπως έδειξε η «διαπραγμάτευση» του ΣΥΡΙΖΑ το ζήτημα του χρέους είναι αιτία πολέμου για την ΕΕ και τους δανειστές και ότι μπροστά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν θα διστάσουν να πλήξουν την οικονομία, να αποσταθεροποιήσουν το πολίτευμα με εργαλείο την επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών τάξεων και να πάρουν όλα αυτά τα μέτρα οικονομικής ασφυξίας που θα εξωθήσουν την ελληνική κυβέρνηση να εγκαταλείψει το ευρώ και την ΕΕ. Ποια πρέπει να είναι η απάντηση σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο;

Αναγκαστικά μια πραγματική κυβέρνηση της Αριστεράς θα πρέπει να απαντήσει με την  εθνικοποίηση ολόκληρου του τραπεζικού συστήματος, την επιβολή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων και τον έλεγχο του εξωτερικού εμπορίου, ώστε να μην μπορέσει το μεγάλο κεφάλαιο να φυγαδεύσει τα κεφάλαιά του. Στη συνέχεια θα πρέπει να εφαρμόσει μια πλήρη μετάβαση σε δημοσιονομική και νομισματική ανεξαρτησία και να προβεί στην έκδοση εθνικού νομίσματος. Η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος σημαίνει ότι η ιδιοκτησία των τραπεζών περνά στα χέρια της κοινωνίας  και τον έλεγχό του έχει η Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδας και όχι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όπως γίνεται τώρα. Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζονται οι λαϊκές καταθέσεις και αυτό, σε συνδυασμό με τη νομισματική ανεξαρτησία, θέτει τις βάσεις για τη χρηματοδότηση του παραγωγικού μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας. Όλα αυτά προϋποθέτουν την πολιτική θέληση για την αναδιανομή εισοδήματος και πολιτικής ισχύος.

Πέρα όμως από την αλλαγή του γενικού μακροοικονομικού πλαισίου και την άσκηση μιας νέας πολιτικής επανελέγχου των βασικών σημείων του οικονομικού συστήματος χρειαζόμαστε και μια πολιτική αμφισβήτησης της οικονομικής εξουσίας του εργοδότη στο επίπεδο της επιχείρησης. Δεν αρκεί η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Απαιτείται επιπλέον η καταπολέμηση της μαύρης εργασίας, η αναβάθμιση των επιθεωρήσεων εργασίας, η δραστική μείωση της ευέλικτης απασχόλησης, η ίδρυση πρωτοβάθμιων σωματείων και ομοσπονδιών, η συμμαχία των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα με το δημοσιουπαλληλικό κίνημα πρώτης γραμμής (δάσκαλοι, καθηγητές, γιατροί, νοσηλευτικό προσωπικό, εργαζόμενοι στις δομές κοινωνικής πρόνοιας και αλληλεγγύης, κλπ.). Τέλος, απαιτείται η εξάπλωση των νέων παραγωγικών υποκειμένων συνεταιριστικής και κοινωνικής οικονομίας,  ένα νέο μοντέλο οικονομικής δραστηριότητας σε μικρές, αποκεντρωμένες μονάδες, με πλήρη σεβασμό στο περιβάλλον, τις ωφέλιμες και επιλεγμένες νέες τεχνολογίες, την πράσινη ενέργεια, τη βιολογική γεωργία και την οικολογική ανασυγκρότηση της υπαίθρου.

Αυτά τα μέτρα τα οποία συνομολογούν σε μεγάλο βαθμό αρκετά τμήματα της Αριστεράς, δεν είναι ικανά από μόνα τους και δεν εξασφαλίζουν ένα καλύτερο μέλλον ή πολύ περισσότερο μια έξοδο από την κρίση. Μια πραγματικά αριστερή κυβέρνηση που θα δοκιμάσει να εφαρμόσει μέτρα όπως τα παραπάνω θα βρει απέναντί της όχι μόνο την ΕΕ αλλά και σύσσωμη την εγχώρια άρχουσα τάξη της οποίας τα συμφέροντα είναι άρρηκτα δεμένα με το ευρώ και το μεγάλο ευρωπαϊκό κεφάλαιο. Όλα αυτά τα επιτελεία θα στραφούν εναντίον της, επιδιώκοντας το σαμποτάζ στην οικονομία και την ανατροπή της με κάθε μέσο.

Στη πιθανότητα ενός τέτοιου σαμποτάζ η απάντηση που μπορεί να δοθεί από μια αριστερή κυβέρνηση που αμύνεται στην επίθεση του ευρωπαϊκού και εγχώριου κεφαλαίου είναι μέτρα όπως η εθνικοποίηση στρατηγικών τομέων της οικονομίας, η ανάπτυξη ενός σχεδίου παραγωγικού μετασχηματισμού, η εθνικοποίηση των δημόσιων αγαθών και πλουτοπαραγωγικών πόρων και ο εκδημοκρατισμός της διαδικασίας παραγωγής μέσα από την εφαρμογή του εργατικού ελέγχου και διαχείρισης στην οικονομία.

Αυτά θα οχυρώσουν την οικονομία απέναντι στις επιθέσεις του εγχώριου και ξένου κεφαλαίου. Είναι όμως κατανοητό ότι μια χώρα που αντιμετωπίζει ένα εχθρικό καπιταλιστικό περίγυρο δεν μπορεί να επιβιώσει για πολύ και να διασφαλίσει την ευημερία, την πραγματική δημοκρατία και εξουσία των λαϊκών στρωμάτων. Σε μια τέτοια προοπτική ο Διεθνισμός είναι απαραίτητος, με την έννοια της αλληλεγγύης και της κοινής πάλης για κοινούς στόχους με τους άλλους λαούς της Ευρώπης και διεθνώς. Η εμπειρία των 250 διαδηλώσεων υπέρ της πάλης των Ελλήνων εργαζομένων τη βδομάδα του Δημοψηφίσματος αποδεικνύει πως ο «διεθνισμός» δεν είναι απλά «ωραία λόγια». Οι εργαζόμενοι διεθνώς κατανοούν, έστω ενστικτωδώς (αφού δεν έχουμε στη σημερινή εποχή μαζικά αριστερά κόμματα με πραγματικά ανατρεπτικό λόγο) τα κοινά ταξικά τους συμφέροντα, είναι έτοιμοι να δείξουν την αλληλεγγύη τους όποτε κληθούν και να αντλήσουν πολιτικά συμπεράσματα από κοινές εμπειρίες. Αυτό έδειξε η εμφάνιση του Ποδέμος σαν αποτέλεσμα των κραδασμών που προκάλεσε ο αρχικά ριζοσπαστικός ΣΥΡΙΖΑ, όπως τα κινήματα των Αγανακτισμένων και των Πλατειών που πέρασαν με εξαιρετική ταχύτητα από τη μια χώρα στην άλλη και από τη μια ήπειρο στην άλλη.

 

  1. Προσφυγικό:

 

Μαζί με την παγκόσμια οικονομική κρίση, τεραστίου μεγέθους ζήτημα είναι οι προσφυγικές ροές.  Πρόκειται για ένα πρόβλημα όπου οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες. Ο πόλεμος και οι ιμπεριαλιστικές – νατοϊκές τακτικές, η δικτατορική φύση κάποιων καθεστώτων, ο φανατικός και μισαλλόδοξος χαρακτήρας κάποιων νέων κρατικών μορφωμάτων που εμφανίστηκαν ως αντίδραση στη κατάρρευση των επίσημων κοσμικών κρατών της Μέσης Ανατολής, αλλά ακόμα και ο ρατσισμός και ο νεοφιλελευθερισμός της Δύσης γενικότερα και της Ευρώπης ειδικότερα έχουν δημιουργήσει πολλαπλά αδιέξοδα. Για μας το θέμα του προσφυγικού δεν μπορεί να υποβιβαστεί σε μια απλή διαχείριση πληθυσμιακών ροών. Η «Ευρώπη – Φρούριο» είναι μια πολιτική πρακτική δεκαετιών που απέτυχε εγκληματώντας. Δεν δεχόμαστε το νέο ρόλο του ΝΑΤΟ στη περιοχή που είναι η αναχαίτιση των προσφύγων και η επαναπροώθηση τους. Είμαστε υπέρ της αποδέσμευσης της χώρας από το ΝΑΤΟ. Δεν επιθυμούμε νέα στρατόπεδα συγκέντρωσης μετονομαζόμενα σε Hot Spots. Είμαστε εναντίον της στρατιωτικοποίησης της υποδοχής των πληθυσμιακών ρευμάτων. Η πρόσφατη πολιτική της ΕΕ είναι απροσχημάτιστη πολιτική επαναπροώθησης που αδιαφορεί για τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων καθώς και για τους χιλιάδες πνιγμούς. Είναι μια πολιτική που παραβιάζει τη Συμφωνία της Γενεύης του 1951 και αποτελεί συμπλήρωμα των πολεμικών επιχειρήσεων. Ο πόλεμος πρέπει να σταματήσει, η δημοκρατία πρέπει να νικήσει, οι κοινωνίες της εμπόλεμης περιοχής πρέπει να ανασυσταθούν. Μέχρι τότε όμως, πρέπει να γίνουν κέντρα φιλοξενίας και στην Ελλάδα και στη Τουρκία. Η διαχείριση των προσφυγικών ροών να αποστρατιωτικοποιηθεί. Τα Βαλκάνια και η Ευρώπη να ανοίξουν τα σύνορά τους και οι πρόσφυγες να κατανεμηθούν αναλογικά του πληθυσμού. Θα αγωνιστούμε να πέσει η «Ευρώπη –Φρούριο». Ταυτοχρόνως πρέπει να αναπτύξουμε ένα πλατύ αντιπολεμικό κίνημα οικοδομώντας στην πράξη ένα νέο διεθνισμό με τους ευρωπαϊκούς λαούς και τους λαούς των εμπόλεμων περιοχών της Μέσης Ανατολής.

***

Ένα πρόγραμμα όπως το πιο πάνω είναι η μοναδική δυνατή απάντηση στην κρίση. Η εφαρμογή του όμως σημαίνει ρήξη με το ίδιο το σύστημα, σε αυτό πρέπει να είμαστε σαφείς, και να δομούμε κοινωνικές συμμαχίες σε αυτήν τη βάση μακριά από κάθε λαϊκισμό που «αλληθωρίζει» προς εκλογικά ακροατήρια. Οποιαδήποτε προσπάθεια να δοθούν λύσεις στην κρίση μέσα στα πλαίσια του συστήματος θα οδηγήσει σε υποταγή όπως αυτή που οδηγήθηκε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Μια Αριστερά που θέλει να είναι συνεπής με τον εαυτό της, κινούμενη σε μια τέτοια κατεύθυνση, ουσιαστικά συνδέει τα άμεσα μεταβατικά αιτήματα, που είναι απαραίτητα για την έξοδο από την κρίση, με το στρατηγικό της στόχο που είναι η ρήξη με τον καπιταλισμό και το πέρασμα στο Σοσιαλισμό. Η σχέση ανάμεσα στα άμεσα αιτήματα πάλης και το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό είναι μια σχέση ενιαία και διαλεκτική. Το μεταβατικό πρόγραμμα, όπως το ανέπτυξαν οι κλασσικοί του μαρξισμού, δεν έχει καμία σχέση με τη «θεωρία των σταδίων», αλλά θέτει ευθέως ζήτημα εργατικής εξουσίας και κοινωνικού μετασχηματισμού. Η Αριστερά που χρειάζεται η εποχή μας πρέπει να απαλλαγεί από τα δύο ιστορικά καρκινώματα που την οδήγησαν σε επανειλημμένες ήττες: αφενός το ρεφορμισμό του σταδιακού και ειρηνικού περάσματος και αφετέρου το σταλινισμό της «θεωρίας των σταδίων», στην οποία το σοσιαλιστικό στάδιο δεν έρχεται ποτέ. 

Θα πρέπει να έχουμε στο νου μας πως καμία διαδικασία εκπόνησης του προγράμματος δεν μπορεί να προβλέψει κάθε πιθανή εξέλιξη, πόσο μάλλον όταν καλείται να υλοποιηθεί σε μια συγκρουσιακή διαδικασία. Παρόλα αυτά έχει σημασία, τόσο για λόγους αξιοπιστίας αλλά και, πολύ περισσότερο, για λόγους αποτελεσματικότητας να επιχειρήσουμε να διαμορφώσουμε ένα πρόγραμμα που πέραν των γενικών πολιτικών κατευθυντήριων γραμμών θα απαντάει και σε πολύ βασικά ζητήματα των επί μέρους τομέων που θα προκύψουν από τη διαδικασία της ρήξης. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να συντεθεί πέραν της πολιτικής αντίληψης η επιστημονική γνώση αλλά κυρίως η εμπειρία όσων ζουν από τη δουλειά τους αλλά και των ευρύτερων κοινωνικών πρακτικών και ειδικά όσων σχετίζονται με την αλληλεγγύη και άνθισαν την περίοδο της κρίσης. Εφόσον καλούμαστε να συγκρουστούμε με τον αστικό συνασπισμό εξουσίας, θα πρέπει να πάρουμε μαθήματα λειτουργώντας όμως αντίστροφα από τους αντιπάλους μας. Αυτοί βρίσκουν λύσεις στα προβλήματά τους χρησιμοποιώντας τις έτοιμες διοικητικές και οικονομικές δομές (κυρίως δηλαδή το κράτος και τις επιχειρήσεις). Εμείς θα πρέπει να κάνουμε το αντίστροφο, διευρύνοντας τα πολιτικά εργαλεία και τις μορφές διαμεσολάβησης αλλά και σύνθεσης του λαϊκού κόσμου, και οργανώνοντας και τα πολιτικά μας υποκείμενα με τρόπο που να μπορούν να ανταπεξέλθουν στις παραπάνω ανάγκες.

Η αυτονομία του πολιτικού υποκειμένου από το κράτος στην οποία αναφερθήκαμε νωρίτερα, δεν πρέπει να συγχέεται με τη διάθεσή του, να ωθήσει την κυβέρνηση της Αριστεράς στη διαρκή διάχυση πολιτικής ισχύος και εξουσιών στους από κάτω, στο ταξικό πλήθος. Επιπλέον, η προώθηση της θέσμισης αυτοκυβερνόμενων δομών ελέγχου της αριστερής κυβέρνησης, από το μπλοκ των  δυνάμεων του κοινωνικού ανταγωνισμού, με νέες μορφές αντιπροσώπευσης και λήψης αποφάσεων, θα είναι σημαντική συμβολή στην οργάνωση της ταξικής αντιπαράθεσης με τον συνασπισμό της αστικής εξουσίας και κυριαρχίας.