Επικαιρότητα

Πολιτική απόφαση Ολομέλειας της ΑΡΚ: Για τη συγκυρία, τα κινήματα και την αριστερά

08/12/2019

Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση

Παντού στον κόσμο, ο νεοφιλελευθερισμός είναι δυσάρεστος και ακόμα πιο δυσάρεστες είναι οι αυταρχικές και πλέον πιο επιθετικές του μορφές που δημιουργούν εμφύλιες συρράξεις (Βολιβία, Βενεζουέλα).

Σε Βουλγαρία (ήδη από το 2013 με αφορμή την αύξηση του ηλεκτρικού ρεύματος), Γαλλία, Χιλή, Αϊτή, Λίβανος, Χονγκ Κονγκ, Καταλονία  κλπ αρκεί μια σταγόνα κοινωνικής δυσφορίας, προκαλούμενη από διαφορετικές αφορμές, από μικρές φορολογικές επιβαρύνσεις μέχρι ζητήματα δημοκρατίας ή ιμπεριαλιστικές επιβολές, για να οδηγήσει σε εξεγερσιακά φαινόμενα, χωρίς συγκεκριμένη πολιτική εκπροσώπηση και με αβέβαιο μέλλον. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και επιφανείς πολιτικοί εκπρόσωποι του αστισμού – όπως πρόσφατα η Μ. Γιαννάκου στην Ελλάδα – παραδέχονται ότι οι όροι ζωής και εργασίας είναι χειρότεροι από ό,τι στο παρελθόν και αυτό προκαλεί αναταραχές.

Στην Ελλάδα, η επιστροφή μιας αναβαθμισμένης  ρεβανσιστικής δεξιάς με μελετημένο σχέδιο και πρόγραμμα, η απουσία έστω και ενός ισχνού αντιπολιτευτικού λόγου, οι νέες επιθετικές κινήσεις της Τουρκίας που διαταράσσουν ξανά την γεωπολιτική “γειτονιά μας”, η νέα γεωγραφία του κοινωνικού συντηρητισμού και των φασιστικών εκδηλώσεων του που ακολουθούν την προσφυγική και μεταναστευτική κρίση, τα γεγονότα της ΑΣΟΕΕ και η επανεμφάνιση ενός δυναμικού κινήματος κατά το τριήμερο του πολυτεχνείου δημιουργούν νέα δεδομένα και τροποποιούν τις πολιτικές συνθήκες.

Όλα αυτά ας τα δούμε με μια αναλυτική αλλά μη εξαντλητική σειρά:

 

  1. Ο Νεοφιλελεύθερος Καπιταλισμός πνίγεται σε πολλές κουταλιές ρευστότητα.

Τόσο λόγω των δραστηριοτήτων των μεγάλων κεντρικών τραπεζών, όσο και λόγω των εταιρικών υπερκερδών που δεν επενδύονται και στοκάρονται  ο καπιταλισμός έχει πνιγεί στη ρευστότητα. Παρόλα αυτά, ο κίνδυνος του ξεσπάσματος μιας μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης είναι πολύ μεγάλος, αυτήν την περίοδο, διότι όλη αυτή η ρευστότητα έχει και τη διάσταση του συνεχώς διογκούμενου ιδιωτικού χρέους. Οτιδήποτε μπορεί να διακόψει την ομαλή αποπληρωμή χρέους μπορεί  να οδηγήσει στο ξέσπασμα μιας σοβαρής χρηματοπιστωτικής κρίσης. Ο κίνδυνος συγκεντρώνεται περισσότερο στα εταιρικά ομόλογα και στη διατραπεζική αγορά, στη δυνατότητα δηλαδή των εμπορικών τραπεζών να δανείζονται μεταξύ τους και στην ικανότητα των μεγάλων επιχειρήσεων να αντλούν χρήμα από την μη τραπεζική αγορά. Αν κάτι σταθεί ως σοβαρό εμπόδιο σε αυτά τα χρηματοδοτικά κανάλια αμέσως ενεργοποιεί τις δυο μεγάλες κεντρικές τράπεζες (FED και ECB) έτσι ώστε να παρέμβουν με εργαλεία ποσοτικής χαλάρωσης και αγοράς τίτλων για να αποσοβήσουν έκτακτες κρίσεις ρευστότητας που μπορεί να εξελιχθούν σε σοβαρές χρηματοπιστωτικές κρίσεις.

Με λίγα λόγια, τα ευάλωτα σημεία του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι πολλά αλλά οι κεντρικές τράπεζες είναι έτοιμες να λειτουργήσουν προληπτικά και κατασταλτικά μιας πιθανής σοβαρής κρίσης. Δεν γνωρίζουμε αν κάτι τέτοιο επαρκεί, όμως δεν είναι σίγουρο ότι το επόμενο κρισιακό φαινόμενο θα ξεσπάσει με κατακλυσμικές διαστάσεις. Μάλλον διαφαίνονται ισχυρές τάσεις για την επανεμφάνιση μιας σοβαρής ύφεσης μεν αλλά απλωμένης στον χρονικό ορίζοντα και όχι συγκεντρωμένης σε ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο εκτόνωσης. Στο πλαίσιο αυτό θα συμβούν πιθανά σοβαρές χρεοκοπίες μεγάλων επιχειρήσεων (πχ. Τύπου Thomas Cook) χωρίς ωστόσο ευρύτερες συνέπειες για την ευστάθεια του οικονομικού συστήματος. Τα πράγματα είναι ίσως λίγο πιο σοβαρά όταν οι επιχειρήσεις αυτές είναι μεγάλες εμπορικές τράπεζες του ιδιωτικού τομέα. Εκεί όμως η κατασταλτική παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών αναμένεται να  είναι επίσης σοβαρή.  Είναι επίσης αβέβαιο το πώς θα επηρεάσουν τα εκλογικά αποτελέσματα σε κομβικούς κοινωνικούς σχηματισμούς τις εφαρμοζόμενες πολιτικές, καθώς και τις – ήδη διαταραγμένες, και λόγω εμπορικού πολέμου- ισορροπίες στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Οι εκλογές στη Βρετανία στις 12 Δεκεμβρίου συναρτώνται σε μεγάλο βαθμό με την πορεία του Brexit. Επίσης,  οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ εντός του 2020 ενδεχομένως να θέσουν σε αμφισβήτηση τις πολιτικές επιβολής δασμών, αλλά και άλλες πλευρές της οικονομικής πολιτικής του Ντ. Τραμπ

Μας ενδιαφέρουν όλα τα παραπάνω ως συγκεκριμένο κοινωνικό σχηματισμό; Βεβαίως και μας ενδιαφέρουν διότι προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις εγχώριες ακολουθούμενες οικονομικές πολιτικές και τους αντίστοιχους σχεδιασμούς.

  • Δεσμεύουν πολλά κεφάλαια στο εσωτερικό του τραπεζικού συστήματος για κεφαλαιακή επάρκεια και για εγγυήσεις και περιορίζουν τους επιδιωκόμενους συνολικούς ρυθμούς ανάπτυξης παρότι μορφές σχετικής και απόλυτης υπεραξίας (εκμετάλλευσης) στο επίπεδο της επιχείρησης ενισχύονται. Αυτό σημαίνει με απλά λόγια ότι ο όποιος ρυθμός ανάπτυξης επιτυγχάνεται διανέμεται, σχεδόν αποκλειστικά, στην αστική τάξη.
  • Μηδενική ανοχή στα κόκκινα δάνεια και πλήρη μετακύλιση στον δανειολήπτη του κόστους και των συνεπειών της πίστωσης.
  • Τα μεγάλα επενδυτικά σχέδια τύπου ελληνικού, καζίνο, εμπορικά και τουριστικά κέντρα ακόμα και αν προχωρήσουν και επειδή υλοποιούνται από τον ιδιωτικό τομέα και επειδή δανειοδοτούνται από το ελληνικό και εξαιρετικά προβληματικό τραπεζικό τομέα υπάρχει ο μεγάλος κίνδυνος της χρεοκοπίας, της μετακύλισης του προβλήματος στον τραπεζικό τομέα και από κει στους υπόλοιπους δανειολήπτες.

Τα στοιχεία αυτά επιτείνονται από το γεγονός ότι στα χρόνια της κρίσης η Ελλάδα έχει χάσει ισχύ εντός της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, παρότι το ελληνικό κεφάλαιο συνεχίζει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στα Βαλκάνια αλλά και συνολικότερα στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, όχι όμως ως αυτόνομος παίκτης, αλλά περισσότερο ως «τοποτηρητής» μεγαλύτερων συμφερόντων στην περιοχή. Δεν είναι μόνο η έκταση που έχει πάρει ο τουρισμός και οι συναφείς δραστηριότητες ως τμήμα του ΑΕΠ: Από όλα τα μεγάλα έργα υποδομής (και στη φάση της κατασκευής και στη φάση της λειτουργίας) και τις ιδιωτικοποιήσεις μέχρι την αγορά ακινήτων, υπάρχουν ξένα κεφάλαια που δραστηριοποιούνται είτε μόνα τους είτε σε συμπράξεις με έλληνες καπιταλιστές, ακόμα και σε τομείς που το ελληνικό κεφάλαιο δεν θα άφηνε εύκολα χώρο. Οι ξένοι επενδυτές διαγκωνίζονται, με χαρακτηριστικότερο πρόσφατο παράδειγμα τη δυσαρέσκεια των Ινδών γιατί δεν προχωράει το διμερές μνημόνιο για τις δικές τους επενδύσεις στις ΑΠΕ!

  1. Άλλα στοιχεία της εγχώριας οικονομικής συγκυρίας

Η δημοσιονομική προσαρμογή έχει επιτευχθεί σε τέτοιο βαθμό – και εδώ η συμβολή της πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ είναι καθοριστική - που δίνει περιθώρια για σημαντικές φοροαπαλλαγές, καταρχάς στο κεφάλαιο και σε κάποιους ελεύθερους επαγγελματίες, και σε δεύτερο χρόνο και σε μισθωτούς .

Η δυνατότητα αυτή αποτέλεσε, άλλωστε, και τον ένα από τους δύο πυλώνες της ειδικού τύπου παροχολογίας της ΝΔ, πάνω στην οποία στηρίχτηκε και ο “επιβιωτισμός” που επέδειξαν ως εκλογική συμπεριφορά σημαντικά κομμάτια του πληθυσμού που κατευθυνθήκαν προς την ΝΔ. Ο άλλος πυλώνας είναι η αντίληψη ότι η διευκόλυνση των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα θα φέρει θέσεις εργασίας και ευημερίας. Άρα, πολύ απλά, κάνουμε ότι θέλουν οι επιχειρηματίες γιατί αυτοί θα φέρουν δουλειές στον κόσμο. Αυτού του τύπου η πολιτική όμως μόνο βραχυμεσοπρόθεσμης διάρκειας μπορεί να είναι και αυτό για τέσσερις λόγους:

Πρώτον: Η διεθνής ευνοϊκή συγκυρία των πολύ χαμηλών ή αρνητικών επιτοκίων φαίνεται πως τελειώνει. Οι θετικές επιδράσεις του μαξιλαριού ρευστότητας που προστατεύει την ελληνική οικονομία θα τελειώσει το 2022. Η ελληνική οικονομία είναι πολύ ευάλωτη, αν και σταθεροποιημένη, και μπορεί εύκολα να επιστρέψει σε νέους κύκλους δημοσιονομικών περιορισμών.

Δεύτερον: Η δυναμική των φοροαπαλλαγών εξαντλείται την χρονιά που αυτές εξαγγέλλονται. Την επόμενη χρονιά πρέπει να γίνουν και άλλες φοροαπαλλαγές και κάποια στιγμή δεν θα μπορεί να γίνουν άλλες λόγω ανυπέρβλητων δημοσιονομικών ορίων, όπως και με την πολιτική των χαμηλών επιτοκίων.

Τρίτον: Φοροαπαλλαγές έδωσαν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις ακόμα και πριν το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης. Μεταξύ του 2005 και του 2012 ο φορολογικός συντελεστής των επιχειρήσεων έπεσε από το 32% στο 20%. Το ίδιο χρονικό διάστημα οι εισοδηματικές ανισότητες αυξήθηκαν κατά 14%, χωρίς οι νέες επενδύσεις να εκτοξευτούν. 

Τέταρτον: Η σημαντική πτώση της ανεργίας μαζί με την σταθερότητα των τιμών, σε υψηλά όμως επίπεδα για την αγοραστική δύναμη των μισθών, σημαίνει ότι οι περισσότερες νέες θέσεις εργασίας δεν εξασφαλίζουν μια σχετικά άνετη επιβίωση των νοικοκυριών και ποιοτικά υστερούν σε σχέση με τις θέσεις εργασίας που δημιουργούνταν πριν την κρίση. Αν σε αυτήν την κατάσταση συμπεριλάβουμε και τις πολλές και υψηλές υποχρεώσεις των νοικοκυριών, την ακριβή παιδεία, την επίδραση της αγοράς γης και του airbnb στα ενοίκια και τις αποπληρωμές των φορολογικών και τραπεζικών υποχρεώσεων, τότε η πραγματική κατάσταση της οικονομίας, αργά ή γρήγορα θα επιδράσει πάνω στην κυβερνητική εικόνα. Προς το παρόν όμως η κυβέρνηση μπορεί να επαναπαύεται στις δάφνες της σταθεροποιημένης δημοσιονομικής πολιτικής. 

  1. Η επιστροφή της μεγάλης δεξιάς παράταξης – το ζήτημα της ηγεμονίας.

Ο διογκούμενος και αυξανόμενος κοινωνικός συντηρητισμός και διαφορικός - πολιτισμικός ρατσισμός, που υποδαυλίστηκε από την προεκλογική ρητορική της ΝΔ, τόσο στο προσφυγικό ζήτημα όσο και στα ζητήματα «νόμου και τάξης», και την καθολική ηγεμονία της νέας ρεβανσιστικής δεξιάς του Μητσοτάκη στον δεξιό και ακροδεξιό χώρο, δεν είναι το μόνο καινούργιο στοιχείο της πολιτικής συγκυρίας. Παρά την ταχεία αλλαγή πλεύσης τόσο στο «Μακεδονικό» όσο και στο προσφυγικό, η νέα κυβέρνηση ήρθε αρκετά διαβασμένη και με σχέδιο πολιτικής και ιδεολογικής καθοδήγησης και διαχείρισης της διαρκούς συντηρητικοποίησης της κοινωνίας και των ακραίων, καθαρά, φασιστικών και ρατσιστικών εκδηλώσεων που εμφανίζονται ενισχυμένα σε συγκεκριμένους κοινωνικούς και γεωγραφικούς “θύλακες”. Δεν είναι, δε, τυχαίο, ότι επιτρέπει σε βουλευτές της συμπολίτευσης να εκφράζουν θέσεις που παλιότερα θα τολμούσαν να ξεστομίσουν μόνο οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής.

Οι κύριες πολιτικές – θεσμικές και ιδεολογικές  παρεμβάσεις της κυβέρνησης γίνονται στα εξής πεδία:

α. Στο πεδίο των πολιτικών, οργανωτικών και συλλογικών μορφών της αριστεράς και της κοινωνίας.

Στο πλαίσιο αυτών των παρεμβάσεων χτυπιούνται συνδικαλιστικές μορφές οργάνωσης των εργαζομένων, αυταρχικοποιείται το αυτοδιοικητικό πλαίσιο και απειλούνται τοπικές κινήσεις της αριστεράς με πολιτική εξαφάνιση, επιχειρείται η πολιτική απομόνωση των ανταγωνιστικών φοιτητικών παρατάξεων, διαλύονται συλλογικότητες και εγχειρήματα καταλήψεων, επιστρατεύονται ακόμα και άτεγκτες αφισοκτόνες αποφάσεις. Οι πολιτικές των μνημονίων ολοκλήρωσαν, σε πολύ γρήγορο ιστορικό χρόνο, μια διαδικασία ταξικής πάλης, από την πλευρά των αστών βέβαια, που είχε αρχίσει ήδη από το 1990. Τα χρόνια εκείνα ξεκίνησε μια πολιτική επίθεση εναντίον κάθε μορφής οργάνωσης των πληβειακών τάξεων, από κοινού με την επίθεση στο αποκαλούμενο πελατειακό και διογκωμένο κράτος. Μαζί με το σπάταλο κράτος κατηγορήθηκαν και τα αριστερά κόμματα ως κόμματα κρατικοδίαιτα και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ως πελατειακά δίκτυα τεμπέληδων. 

Όμως μια οργάνωση τι ακριβώς οργανώνει; Οργανώνει υποκείμενα που είναι ήδη οργανωμένα πρωτογενώς από μεγάλους καπιταλιστικούς θεσμούς, κρατικούς ή ιδιωτικούς. Τα υποκείμενα οργανώνονται πρωτογενώς από την οικογένεια, τις αγορές, τους εκπαιδευτικούς θεσμούς, τον στρατό, την επιχείρηση, την τοπική αυτοδιοίκηση, εσχάτως δε και από τα social media.

Αντίθετα, τα συνδικάτα, οι φοιτητικές παρατάξεις, οι δημοτικές παρατάξεις, τα κόμματα ή άλλοι συλλογικοί φορείς, οργανώνουν μέλη που είναι ήδη μέλη κάποιων άλλων χώρων. Το σύνολο σχεδόν των πληβειακών – εργατικών πολιτικών οργανώσεων είναι δευτερογενείς οργανωτές, ενώ το κεφάλαιο ή το κράτος λειτουργούν ως πρωτογενείς οργανωτές των υποκειμένων.

Σήμερα λοιπόν βιώνουμε την παλινόρθωση της δεξιάς αλλά κυρίως την πλήρη επικράτηση του Κεφαλαίου και των οργανωτικών του μορφών και την συνεπαγόμενη στέρηση από αξιόπιστες, μαχητικές και ανταγωνιστικές μορφές οργάνωσης των υποτελών συμφερόντων. Σήμερα, οι διάσπαρτες υποκειμενικότητες οργανώνονται από τις αγορές εργασίας, χρήματος και γης. Οργανώνονται από τους μεγάλους εκπαιδευτικούς και εξεταστικούς μηχανισμούς. Οργανώνονται από την ίδια την Επιχείρηση. Σήμερα, δεν απαγορεύεται στους υποτελείς να έχουν συμφέροντα και επιθυμίες, αρκεί αυτές να ικανοποιούνται φαντασιακά ή πραγματικά με τρόπο που να μην θίγει στο ελάχιστο την αστική κυριαρχία και τις κρατικές ή πολιτικές δομές.

β. Καταστολή στοχευμένη, οργανωμένη και άτεγκτη απέναντι σε μειοψηφίες και “παθολογίες”.

Η κατασταλτική πολιτική της νέας κυβέρνησης είναι διαφορετική από προηγούμενους κύκλους καταστολής που άσκησαν παλαιότερες κυβερνήσεις σε προηγούμενες φάσεις κινηματικής ανάτασης, παρότι τα σώματα ασφαλείας αυτενεργούν σε αρκετές περιπτώσεις. Σήμερα δεν έχουμε κινηματική ανάταση αυτού του βαθμού, παρά την ανασυγκρότηση του Φοιτητικού Κινήματος. Η καταστολή ασκείται βάση συγκεκριμένου σχεδίου. Δεν είναι απλή χρήση κρατικής υλικής βίας ούτε δεδομένη άσκηση ενός φυσικού μονοπωλίου.

Είναι πρωτοφανής και ογκώδης η μαζική παρουσία της αστυνομίας, χωρίς απαραίτητα να κάνει εκτεταμένη χρήση δακρυγόνων, σε πορείες και εκδηλώσεις. Εμφανίζεται με μια σειρά “χειρουργικών” επεμβάσεων σε χώρους συλλογικοτήτων και συλλογικών εγχειρημάτων. Διακρίνεται από “επαγγελματισμό” ακόμα και στις περιπτώσεις που ασκεί λεκτική η σωματική βία γιατί έχει εντοπίσει από πριν το θύμα που πάνω του συγκεντρώνει εκείνα τα χαρακτηριστικά που “να αξίζει” μια τέτοια μεταχείριση. Οι μειοψηφίες είναι στο επίκεντρο, όχι γιατί είναι δυναμικές αλλά γιατί θεωρούνται πληγή στο ενιαίο σώμα της κοινωνίας, ένα αυτοάνοσο μέσα σε υγιή οργανισμό. Η καταστολή είναι μαζική, επαγγελματική χωρίς εξάρσεις και χρήσεις “πυρομαχικών”, σαν να προσφέρεται μια δημόσια υπηρεσία στον πληθυσμό. Τα σώματα ασφαλείας και οι μηχανισμοί του κράτους δρουν με τον ίδιο τρόπο, είτε πρόκειται για κάπνισμα σε κλειστούς χώρους, είτε για δράσεις αναρχικών συλλογικοτήτων, είτε σφράγισμα καταλήψεων, είτε απομάκρυνση κατοικίδιων ζώων από τις καταλαμβανόμενες καταλήψεις. Με την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχουμε πλέον μια αναβαθμισμένη κατασταλτική πολιτική.  Ο στόχος είναι η διατήρηση της “κοινωνικής” υγείας ενός πλήρως ενοποιημένου πληθυσμού (χωρίς ταξικές ή άλλες διαφοροποιήσεις). Από τη ''ανθρώπινο πάθος'' μέχρι την πολιτική έκφραση των μειοψηφιών ολόκληρη η κοινωνία πρέπει να επαναρυθμίζεται, να διορθώνεται, να εξελίσσεται, να θεραπεύεται από την αρρώστια των δυσλειτουργιών. To καπιταλιστικό κράτος εξελίσσεται, γίνεται επιτελικό το ίδιο, ενώ  η αστυνομία του μαζική, ογκώδης, πανταχού παρούσα, προσπαθώντας να ξεπεράσει τη διαφορά δημόσιας-ιδιωτικής σφαίρας, νομικοπολιτικής εξουσίας και εξουσίας των όρων ζωής, να ξεπεράσει τη διαφορά του πολιτικού με το προσωπικό και να  προσφέρει μια απόλυτη ενότητα του κοινωνικού σώματος με μόνα εξοβελιστέα  στοιχεία τις πάλαι ποτέ δυναμικές μειοψηφίες.  

Οι μόνες στιγμές που αυτό το αφήγημα «σπάει» φαίνεται να είναι αυτές που αποδεικνύουν ότι αυτό που το κράτος περιγράφει ως καταδικαστέο και άξιο καταστολής, δεν είναι έτσι: Η δυνατότητα των πολιτών να τραβήξουν video τους ανηλεής ξυλοδαρμούς διερχόμενων περαστικών στα Εξάρχεια στις 17 Νοέμβρη, ή τα live streaming των φοιτητών από την ΑΣΟΕΕ, κατάφεραν να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη της εικόνας και της «από τα κάτω» πληροφόρησης για να βάλουν ένα φρένο στην καταστολή. Η δυνατότητα αυτή θα πρέπει να αξιοποιηθεί στο μέλλον, σε συνδυασμό προφανώς με τη μάχη για την ηγεμονία στο πεδίο των δημοκρατικών δικαιωμάτων.

γ. Το ζήτημα του πολιτικού και ιστορικού μετα - αναθεωρητισμού

Ταυτόχρονα με τη διαφοροποιημένη, από προηγούμενες εποχές, κατασταλτική πολιτική έχουμε και την ιστορική και γενικότερη μετα-αναθεωρητική προσπάθεια της νέας κυβέρνησης. Το άσυλο καταργείται γιατί δεν νοείται άσυλο εντός του κράτους δικαίου. Η καλύτερα, το άσυλο είναι άσυλο της ανομίας εντός του κράτους δικαίου. Το άσυλο επιτίθεται στην ευνομούμενη κοινωνία, δεν αποτελεί ασπίδα προστασίας των κατατρεγμένων ανθρώπων, στάσεων, αντιλήψεων. Η ιστορία δεν είναι επιστήμη, είναι κατήχηση στα σχολεία. Ο εμφύλιος δεν ξεκίνησε από την λευκή τρομοκρατία της αστικής τάξης και των πραιτοριανών της αλλά από τα επιθετικά και βάρβαρα ένστικτα του εξαγριωμένου λαού της αριστεράς που ήθελε να καταλάβει την εξουσία σε μια χώρα που παραδοσιακά ανήκε στη δύση. Η αντίσταση στην κατοχή ήταν αγνός εθελοντισμός, ενώ νεκροί δεν υπήρξαν στη Χούντα και το Πολυτεχνείο. Ο συνταγματάρχες μπορεί να ήταν αντιδημοκράτες αλλά δεν κλέψανε και δεν φταίνε για τα τωρινά χάλια μας. Η Ελένη Παπαδάκη ήταν το μεγαλύτερο ταλέντο της υποκριτικής τέχνης και πήγε αδίκως από τους βαρβάρους του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στα Δεκεμβριανά και πρέπει οι αίθουσες του εθνικού θεάτρου να πάρουν το ονομά της.  Ο στόχος δεν είναι η όποια αντιπολίτευση, δεν είναι ο «κακός και λαϊκιστής ΣΥΡΙΖΑ», είναι η ίδια η έννοια της Αριστεράς και κάθε ανταγωνιστικής, στον καπιταλισμό, ιδεολογίας και οργάνωσης. Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια ακόμα και το ΚΚΕ μπαίνει στο στόχαστρο του δεξιού ρεβανσισμού.

δ. Προσφυγικό – μεταναστευτικό.

Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα που δημιουργούν οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας παρεμβάλλεται το προσφυγικό – μεταναστευτικό ζήτημα που εξαναγκάζει την κυβέρνηση να δράσει. Είναι το μόνο στοιχείο της αντικειμενικής πραγματικότητας στο οποίο η κυβέρνηση δεν έχει τις πρωτοβουλίες των κινήσεων και δεν ήταν προετοιμασμένη για αυτό.

Αποτέλεσμα της αιφνίδιας επανεμφάνισης του προσφυγικού – μεταναστευτικού είναι η μετατόπιση της θανατοπολιτικής απλότητας της προεκλογικής και πρώτης μετεκλογικής περιόδου σε συγκεκριμένες και σοβαρές πρακτικές βιοπολιτικής. Ενώ πριν την άνοδο της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία αρκούσε το απλό “μην έρθετε στην χώρα μας δεν θα περάσετε εύκολα” ή μια απλή επίδειξη δύναμης του υπουργού Βρούτση με τα ΑΜΚΑ των μεταναστών που δεν θέλει η χώρα του να είναι “ξέφραγο αμπέλι”, τώρα όμως πρέπει να δράσει σοβαρά. Πρέπει να προγραμματίσει την μεταφορά 20 χιλιάδων ανθρώπων από τα νησιά στην ενδοχώρα. Πρέπει να εντατικοποιήσει τις υπηρεσίες του δημοσίου για την επιτάχυνση των διαδικασιών χορήγησης ασύλου και επαναπροώθησης. Πρέπει να κατασκευάσει κέντρα κλειστού τύπου 18 χιλ θέσεων. Πέρα από το αντιφατικό και απαράδεκτο αυτών των προθέσεων εμπεριέχουν και την πιθανότητα της σοβαρής αποτυχίας. Προτείνουν κέντρα κλειστού τύπου γιατί υποτίθεται τα ανοικτά κέντρα δεν απωθούν αλλά ελκύουν τους πρόσφυγες και ταυτόχρονα λένε ότι θα είναι καλύτερα τα κλειστού τύπου κέντρα από την κόλαση της Μόρια. Αν κάτι ισχύει με τις πολιτικές της θανατοπολιτικής είναι ότι αυτές αποτυγχάνουν να εξαφανίσουν το πρόβλημα με τους δικούς τους όρους. Αντίθετα, αποτυγχάνοντας, δημιουργούν γεωγραφικές διασπορές και επανεμφανίσεις του κοινωνικού φασισμού.  Διασπορές που ενισχύονται από τον πολιτικαντισμό διαφόρων τοπικών παραγόντων, αλλά και από το γεγονός ότι η μαζί με τον ατομικό «επιβιωτισμό» φαίνεται να αναβιώνει και ο τοπικισμός. Βλέπουμε έτσι φαινομενικά μετριοπαθείς πολιτικούς να τοποθετούνται με όρους NIMBY (Not In My BackYard) επιχειρηματολογώντας για το γιατί είναι κατανοητό ότι πρέπει κάπου να στεγαστούν οι πρόσφυγες, αλλά αυτό δεν πρέπει να γίνει στη δική τους περιοχή. 

ε. Για την αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού συστήματος

Έχοντας θέσει στις πρώτες προτεραιότητές της την αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού συστήματος, η κυβέρνηση της ΝΔ θα επιχειρήσει να προχωρήσει και αυτή την αλλαγή πριν καν κλείσει το 2019. Φωνασκώντας κατά του «ασφαλιστικού Κατρούγκαλου», αλλά κρατώντας τον πυρήνα της ανταποδοτικής και κεφαλαιοποιητικής λογικής του, που οδηγεί σε συντάξεις πείνας, προχωράει αρκετά βήματα παραπέρα: Εισάγει την ατομική ευθύνη και στην ασφάλιση, με διαφορετικούς τρόπους: Ο ένας είναι ότι προβλέπει ότι οι νέοι ασφαλισμένοι (για αρχή, προφανώς αυτό θα ισχύσει σταδιακά και για τους παλαιότερους) θα μπορούν να επιλέξουν μεταξύ του δημοσίου ή ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιριών για τμήματα της ασφάλισής τους (επικουρικό, εφάπαξ). Ο σημαντικότερος όμως, είναι μάλλον ο δεύτερος: Κάθε ασφαλισμένος, ξεκινώντας από τους αυταπασχολούμενους (πραγματικούς ή «μπλοκάκηδες» υπαλλήλους) θα πρέπει να επιλέξει σε ποια ασφαλιστική κλάση θα ενταχθεί, πόσα χρήματα θα δίνει δηλαδή το μήνα.

Αυτή είναι μια πολύ βαθιά τομή, αφού μετατρέπει την ασφάλιση από κοινωνικό δικαίωμα σε  ατομική διαχείριση μιας δύσκολης πληβειακής καθημερινότητας Ένα λίγο λιγότερο πιεστικό μεροδούλι – μεροφάι. Και έρχεται σε μια φάση όπου η ασφαλιστική συνείδηση είναι διαλυμένη, κυρίαρχα στις νεότερες γενιές που θεωρούν ότι «δεν θα πάρουν σύνταξη ποτέ» ή ότι και να πάρουν θα είναι σύνταξη πείνας, πιέζοντας τες να επιλέγουν τις χαμηλότερες ασφαλιστικές κλάσεις, κάτι που έτσι κι αλλιώς προκύπτει και από τα χαμηλά τους εισοδήματα. Αυτό συνδυάζεται με μια γενικευμένη λογική φοροδιαφυγής πάνω στην οποία στήνουν κοινωνικές συμμαχίες οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα, ξεκινώντας ήδη από τις πρώτες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, οι οποίες αντί να συγκροτούν «κοινωνικό κράτος» δυτικού τύπου, προτιμούσαν να παρέχουν πολύ χαμηλότερες κοινωνικές υπηρεσίες, αφήνοντας στους ιδιώτες μεγάλο τμήμα των δαπανών για βασικά κοινωνικά αγαθά. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί σήμερα βέβαια ένα εκρηκτικό μείγμα για την ασφάλιση, καθώς 80% των αυταπασχολούμενων ασφαλισμένων δηλώνουν το χαμηλότερο εισόδημα, ένα 80% στο οποίο αθροίζονται όσοι πραγματικά ίσα που τα φέρνουν βόλτα με τους φοροδιαφεύγοντες, με τους πρώτους να επιβαρύνονται κι άλλο με βάση το νομοσχέδιο Βρούτση.

Με αυτά τα δεδομένα, η μάχη του ασφαλιστικού είναι μια μάχη που θα δοθεί από πολύ δύσκολες θέσεις για την Αριστερά και το εργατικό κίνημα, εάν όμως χαθεί, οι επιπτώσεις θα είναι βαριές, όχι μόνο με οικονομικούς όρους για το δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα, αλλά κυρίαρχα με πολιτικούς και ιδεολογικούς όρους για την ασφαλιστική συνείδηση και την υπεράσπιση ή μη του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση από τους εργαζομένους και τους αυταπασχολούμενους.

Απέναντι στην ολομέτωπη αυτή επίθεση που επιχειρεί να ξεριζώσει από το νομικό πλαίσιο κατακτήσεις που φάνταζαν ανέγγιχτες, ακριβώς επειδή η αριστερά είχε κατορθώσει να ηγεμονεύσει ιδεολογικά σε πλευρές της κοινωνικής ζωής, δεν επαρκεί να κινούμαστε με τα καύσιμα του παρελθόντος. Η αναφορά στις ένδοξες εποχές του φοιτητικού κινήματος δεν θα σώσει το άσυλο ή τα φοιτητικά στέκια. Το γεγονός ότι χωρίς εργατικό κίνημα δεν θα υπήρχε 8ωρο, δεν φαίνεται να δυσκολεύει την επίθεση της ΝΔ στο συνδικαλιστικό κίνημα, την ώρα που η πλειοψηφία των εργαζομένων δεν έχει καλή εικόνα για τα συνδικάτα. Χρειάζεται λοιπόν νέα νοηματοδότηση της σημασίας των δομών οργάνωσης των εργαζομένων, των φοιτητών, και γενικότερα των «από κάτω» , στο σήμερα, για να μπορέσει η υπόθεση της υπεράσπισής τους, αλλά και της δημιουργίας νέων, να γίνει κοινωνικά πλειοψηφική.

 

  1. Η κατάσταση της αντιπολίτευσης - το αριστερό κομματικό σύστημα και τα κινήματα

α. Το κομματικό σύστημα και ο ΣΥΡΙΖΑ

Με τον ΣΥΡΙΖΑ εκτός εξουσίας και παρόλο που το ποσοστό που πήρε στις εθνικές εκλογές δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο, για κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και προερχόμενο μάλιστα από μια συντριπτική ήττα στις ευρωεκλογές και κυρίως στις εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης, τα πράγματα φαίνεται πως εξελίσσονται όπως ακριβώς συμβαίνει εδώ και τρεις με τέσσερις δεκαετίες στην Ευρώπη.  Τα σύγχρονα κόμματα εξουσίας, ακολουθούν μια κίνηση που τα απομακρύνει από την κοινωνία και την εκλογική τους βάση και τα φέρνει στο εσωτερικό του μηχανισμού του κράτους. Ενώ οι δεσμοί τους με την κοινωνία έχουν αποδυναμωθεί, οι δεσμοί τους με το κράτος έχουν ενισχυθεί, στο βαθμό που τα κόμματα δεν λειτουργούν πλέον ως αντιπρόσωποι της κοινωνίας των πολιτών. Αντιθέτως, έχουν απορροφηθεί από το κράτος και ενεργούν ως (ημι)κρατικοί οργανισμοί.

Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτής της περιόδου κατανοεί και αποδέχεται το αναπόφευκτο αυτής της απομάκρυνσης και αντιδρά με μια υποτιθέμενη διαδικασία σοσιαλδημοκρατικοποίησης για να συναντήσει την κοινωνία ξανά. Όμως στην πραγματικότητα αυτό που κάνει είναι να “χώνεται” όλο και βαθύτερα στο κράτος και να χάνει τα διαρκώς επιχειρούμενα νέα “ραντεβού” με την κοινωνία. Διαθέτει εκλογική βάση του 30% και οργανωτική ισχύ του 3 με 5% την οποία μάλιστα αδυνατεί να αυξήσει σημαντικά πάνω από αυτά τα ποσοστά.

Το σύνηθες με ένα κομματικό σύστημα καρτέλ είναι πως τα αντίπαλα κόμματα δεν ανταγωνίζονται αλλά συνεργάζονται μεταξύ τους για τη συλλογική επιβίωση των μηχανισμών τους με προσπορισμό των κρατικών πόρων. Για αυτό και υπάρχει ένας συγκλίνων δικομματισμός στις προγραμματικές αρχές και την νομή της εξουσίας, παρά τις κάποιες επιμέρους εντάσεις.

Σήμερα όμως στο ελληνικό κομματικό σύστημα, λόγω του ότι η επιστροφή της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία γίνεται με τέτοιους ρεβανσιστικούς όρους απέναντι στη συνολική αριστερά αλλά και επειδή αυτή κατάφερε να ηγεμονεύσει ξανά συντριπτικά στο δεξιό φάσμα, παραταξιοποιώντας την κομματική δεξιά,  η σύμπραξη καρτέλ δεν λειτουργεί σε πολλά επίπεδα, όπως λειτουργούσε πχ κατά την περίοδο του Σημίτη ή του Κώστα Καραμανλή και του Γ.Παπανδρέου, ή στα πρώτα μνημόνια. Η δυσλειτουργία του συστήματος  καρτέλ οφείλεται δηλαδή στην πολιτική της Νέας Δημοκρατίας και όχι στην ανύπαρκτη αριστερή ή αντιπολιτευτική πρακτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

β. Η κατάσταση των κομμάτων της αριστεράς και του ΚΚΕ.

Και το ΚΚΕ αλλά και όλες οι μικρότερες πολιτικές οργανώσεις της αριστεράς λειτουργούν ως πολιτικά καταφύγια των μελών τους. Η λειτουργία του πολιτικού καταφυγίου είναι μια ειδική λειτουργία των πολιτικών ομάδων όταν ο υπαρξιακός κίνδυνος αφανισμού τους είναι πολύ μεγάλος λόγω του τοξικού πολιτικού περιβάλλοντος και λόγω μιας μη αντιστρέψιμης  εξέλιξης  της ταξικής πάλης. Η λειτουργία του πολιτικού καταφυγίου όμως δεν φέρνει το κόμμα και τον πολιτικό οργανισμό σε καμία επαφή με την ευρύτερη κοινωνία αλλά και με τα όμορα πολιτικά καταφύγια, αν και προσφέρει κάποιου είδους ασφάλεια στα μέλη του. Ουσιαστικά η λειτουργία του κομματικού καταφυγίου είναι λειτουργία εκτός του πολιτικού ανταγωνισμού. Ο σχηματισμός και οι προσπάθειες νέου πολιτικού υποκειμένου φαντάζουν κινήσεις υψηλού ρίσκου. Ταυτόχρονα, το ΚΚΕ φαίνεται να επιστρέφει σε ένα βαθμό σε πιο συγκρουσιακές αντιιμπεριαλιστικές κινητοποιήσεις (όπως στην επίσκεψη Πομπέο), πρακτική που είχε αφήσει στην άκρη τα χρόνια της πολιτικής κρίσης στην Ελλάδα, στοχεύοντας τότε περισσότερο τον ελληνικό αστισμό και υποβαθμίζοντας τη θέση των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών στο λόγο του, έχοντας αναλάβει το ρόλο «σχολιαστή» που δεν προτείνει διέξοδο.

Από την άλλη, νέοι ανοικτοί πολιτικοί οργανισμοί όπως το ΜΕΡΑ25, αδυνατούν να αναπτυχθούν ιδεολογικοπολιτικά και οργανωτικά, παρόλες τις προσπάθειες και κάποιες εκλογικές επιτυχίες που είχαν. Είναι γνωστό ιστορικά πως χωρίς κάποια σοβαρή μορφή οργάνωσης και ανάλογης στελέχωσης, οι σχέσεις αντιπροσώπευσης είναι εξαιρετικά ισχνές και εύθραυστες, ειδικά όταν πρόκειται για κομματικούς σχηματισμούς που ιδρύονται από τα πάνω, και δη από γνωστές προσωπικότητες, χωρίς την ύπαρξη συγκροτημένης παρέμβασης σε κάποιους έστω κοινωνικούς χώρους.

γ. Τα κινήματα και ιδιαίτερα το φοιτητικό νεολαιίστικο επανεμφανίζονται

Επειδή οργανωτικά και πολιτικοιδεολογικά δεν εμφανίζεται στον ορίζοντα κάποιο νέο αριστερό και ριζοσπαστικό πολιτικό υποκείμενο, τον ρόλο αυτόν θα τον παίξουν με αυθόρμητο τρόπο στην αρχή, ο κόσμος της νεολαίας και των πανεπιστημίων που επανέρχεται δυναμικά και σε ορισμένες περιστάσεις, δημοτικές κινήσεις και συνεργασίες στον χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης ίσως και σε κάποιους συνδικαλιστικούς θύλακες. Ο ρόλος αυτών των κινηματικών μορφών και οργανώσεων των τοπικών κοινωνιών, σε ένα μακρύ μεταβατικό στάδιο, είναι και πολιτικά και όχι μόνο κινηματικά, αναβαθμισμένος. Πάνω σε αυτό πρέπει να πατήσει και μια συνολικότερη προσπάθεια επανεμφάνισης της αριστεράς στο πολιτικό σκηνικό. Αυτές οι κινηματικο – πολιτικές μορφές οργάνωσης, χωρίς να είναι ολοκληρωμένες μορφές πολιτικού υποκειμένου, διαθέτουν στοιχεία διεμβολισμού της κοινωνίας με πολιτικές θέσεις σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τις υπάρχουσες πολιτικές ομάδες. 

Κλείνουμε με μια σύντομη τοποθέτηση επί του ζητήματος της πολιτικής ηγεμονίας στις μέρες μας.

Με τον όρο πολιτική ηγεμονία εννοούμε τη δυνατότητα ενός πολιτικού σχεδίου ή μιας συνολικής πολιτικής πρότασης να πείθει την μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας και μάλιστα διαταξικά πως αυτή είναι προς το συμφέρον της.

Η αξιακή ή ιδεολογική ηγεμονία έχει σχετική αυτονομία και αντοχή σε σχέση με το πολιτικό σχέδιο ή την πολιτική πρόταση που ηγεμονεύει.

Η ιδεολογική ηγεμονία είτε της Αριστεράς είτε της Δεξιάς είναι δυνατόν να συνεχίζει να υπάρχει σαν απότοκο του παρελθόντος πλειοψηφώντας σαν τρόπος σκέψης και σαν πολιτική ηθική στην πολιτική αλλά και καθημερινή ζωή, αλλά και σαν άρνηση του παρόντος και αίτημα για "έναν άλλο κόσμο"  ακόμη και αν πολιτικά δεν μπορεί να παράξει αντίστοιχο ηγεμονικό πολιτικό  σχέδιο."

Η επάνοδος μια εξαιρετικά σκληρής και ρεβανσιστικής δεξιάς στην εξουσία δεν αρκεί βέβαια για να την καταστήσει μια απόλυτη ηγεμονεύουσα δύναμη. Πολύ σωστά επισημαίνεται και από άλλες πολιτικές οργανώσεις (Κόκκινο Νήμα) πως για την πολιτική ηγεμονία προέχει η ταύτιση των συμφερόντων των κυρίαρχων τάξεων με τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων ή η αναγνώριση από τους υποτελείς, στα συμφέροντα της αστικής τάξης και κάποιων πολύ σημαντικών δικών τους συμφερόντων. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί στον σύγχρονο επιθετικό νεοφιλελευθερισμό και το αποδεικνύουν οι πολύμορφες εξεγερσιακές καταστάσεις, ανά τον κόσμο, για ζητήματα επιβίωσης στην καθημερινότητα. Παρότι πολλές φορές δύσκολα διακρίνεται κάποιο επαναστατικό ή ριζοσπαστικό αίτημα, πέρα από μια ευρηματική συνθηματολογία, σε αυτά τα κινήματα και παρόλο που απουσιάζει και εκεί μια ριζοσπαστική αριστερή εκπροσώπηση, η δυσφορία και η δυσαρέσκεια απέναντι στην κανονικότητα του νεοφιλελευθερισμού και των πολιτικών του είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς.

Όμως, αν δούμε τα πράγματα πέρα από την έννοια των συμφερόντων των τάξεων θα διαπιστώσουμε κάτι πολύ δυσοίωνο. Η βαθιά πεποίθηση από τις λαϊκές τάξεις ότι αν υποστηριχθούν κάποια δικά τους συμφέροντα, πέρα από τα συμφέροντα της αστικής τάξης, απειλείται να διαλυθεί όλο το πλαίσιο της καθημερινής τους ζωής, είτε γιατί η αντίδραση των κυρίαρχων θα είναι σφοδρή είτε γιατί δεν προσφέρονται τρόποι και μέσα ικανοποίησης άλλων αναγκών. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν προσφέρει μόνο ικανοποίηση κάποιων συμφερόντων αλλά και ένα πλαίσιο ζωής. Αν ικανοποιηθούν κάποια άλλα κοινωνικά συμφέροντα υπάρχει ο κίνδυνος της διάλυσης όλου του πλαισίου της καθημερινότητας. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια κοινωνία διακινδύνευσης και όχι μόνο συγκεκριμένες πολιτικές με ταξικό πρόσημο. Το νέο πολιτικό υποκείμενο δεν θα αφηγηθεί μόνο με ένα νέο τρόπο τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων. Θα πρέπει να βάλει αναγκαστικά σε διακινδύνευση όλο το πλαίσιο της κανονικότητας. Και αυτό το πλαίσιο είναι βιοπολιτικό και εμπεριέχει και τις υποτελείς τάξεις, κυρίως αυτές. Υπάρχει μια αντίφαση που πρέπει να λυθεί με πολιτικό τρόπο. Ορισμένα στοιχεία μια άλλης αφήγησης ταξικών συμφερόντων, των δικών μας συμφερόντων εμπεριέχει και απειλές εναντίον μιας ορισμένης κανονικότητας των υποτελών τάξεων που αισθάνεται ότι δεν έχει να χάσει μόνο τις αλυσίδες της. Αυτό θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη στις ανασυνθετικές διαδικασίες και επεξεργασίες μας.

 Νοέμβριος 2019