Επικαιρότητα

Κάλεσμα οργανώσεων: Για έναν κοινό τόπο διαλόγου και δράσης

30/07/2019

Το παρόν κείμενο αποτελεί κοινή τοποθέτηση των συλλογικοτήτων που το υπογράφουν και ταυτόχρονα κάλεσμα προς τον κόσμο της κοινωνικής και πολιτικής αριστεράς για την λήψη πολιτικών πρωτοβουλιών μετωπικού χαρακτήρα. Για μια διαδικασία συλλογικής -από τα κάτω- δημιουργίας ενός κοινού τόπου συγκρότησης αντιστάσεων και διεκδικήσεων, διαλόγου και κοινών επεξεργασιών που να μπορέσει να δώσει απαντήσεις στο παρόν και να συμβάλλει στην υπόθεση ενός νέου μετωπικού πολιτικού φορέα της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής αριστεράς στο ορατό μέλλον.

 

1. Κάθε κλείσιμο ενός κύκλου είναι το άνοιγμα ενός άλλου.

Βρισκόμαστε στο κλείσιμο ενός συνταρακτικού κύκλου αγώνων, πολιτικών ανακατατάξεων και κοινωνικών αλλαγών. Σήμερα, ο συσχετισμός δύναμης είναι δυσμενέστερος για τις υποτελείς τάξεις, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι αποκαταστάθηκε πλήρως η ηγεμονία των κυρίαρχων πολιτικών και τάξεων. Οι παρακαταθήκες των εμπειριών της τελευταίας δεκαετίας και το ανεκπλήρωτο των αγώνων τους δεν εξαφανίζονται, αλλά βρίσκονται υπό μετασχηματισμό. Έναν αρνητικό μετασχηματισμό, αφού οι ήττες του λαϊκού κινήματος γίνονται παράγοντας σταθεροποίησης και ο κύκλος της δεκαετίας κλείνει με μία σημαντική σταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος. Ενός συστήματος με δύο κυρίαρχους πόλους πάλι (ΝΔ & ΣΥΡΙΖΑ), που είναι συνολικά μετατοπισμένο δεξιότερα σε περιεχόμενο. Όμως, κάθε κλείσιμο ενός κύκλου είναι και το άνοιγμα ενός άλλου. Το αν θα μπούμε σε μια κατάσταση όπου οι πολιτικοί συσχετισμοί θα είναι δεδομένοι ή όχι είναι το διακύβευμα της επόμενης περιόδου.

Η αριστερά σε αυτή τη δεκαετία δεν μπόρεσε να αρθρώσει πολιτικό λόγο και πρακτικές που να δίνουν διέξοδο. Η στασιμότητα του ΚΚΕ και η συρρίκνωση της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς (κυρίως ΛΑΕ – ΑΝΤΑΡΣΥΑ) είναι μια αρνητική εξέλιξη, που όμως είχε διαφανεί. Τα δομικά προβλήματα, τα λάθη και η ανεπάρκεια της αριστεράς να αναβαπτιστεί μέσα στην δεκαετία των τεκτονικών αλλαγών έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Η πολιτική ήττα της ήταν σε ένα βαθμό αίτιο αλλά και αποτέλεσμα του κλεισίματος του προηγούμενου κύκλου αγώνων. Οι εργαζόμενοι/ες, η νεολαία και ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου του αγώνα και του ριζοσπαστισμού όλων των εκδοχών διάλεξε όποιο καταφύγιο θεώρησε πιο ασφαλές μέσα στην κόπωση και το πολιτικό αδιέξοδο. Το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι όλο δικό του. Τα εκβιαστικά διλήμματα του «αντιδεξιού μετώπου» δεν σημαίνουν παθητική στάση και συναίνεση στη διαδικασία οριστικής πασοκοποίησής του με ταχύτατους ρυθμούς.

Πίσω μας έχουμε μια πολιτική ήττα, αλλά μπροστά μας δεν έχουμε μια ζωή πλαστής ευμάρειας και ατομικού δρόμου όπως στη δεκαετία του ‘90. Αντίθετα, οι λόγοι που δεν μας αφήνουν να «βολευτούμε» πληθαίνουν: η αβέβαιη κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας και η πιθανότητα νέου επεισοδίου κρίσης και ύφεσης, η όξυνση των ανταγωνισμών μεταξύ των υπερδυνάμεων, ο επικίνδυνος ανταγωνισμός μεταξύ των κυρίαρχων σε Ελλάδα και Τουρκία και η απειλή εξάπλωσης εστιών πολέμου στη «γειτονιά» μας, αλλά και ευρύτερα· η άνοδος της ακροδεξιάς διεθνώς, η ένταση του αυταρχισμού και η συρρίκνωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων από τη μεριά των αστικών πολιτικών δυνάμεων, η πρωτοφανής περιβαλλοντική κρίση που μπορεί να επιφέρει ανυπολόγιστες συνέπειες στη ζωή μας στο κοντινό μέλλον. Στο φόντο των παραπάνω, η νέα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ετοιμάζει γύρο επίθεσης στα εργατικά και δημοκρατικά δικαιώματα, πλήρη μετατροπή των κοινών αγαθών (ρεύμα, υγεία, παιδεία κλπ) σε εμπόρευμα, και «επιτάχυνση» των ερευνών για εξόρυξη υδρογονανθράκων, στα χνάρια της καταστροφής που συντελείται στη Χαλκιδική με την εξόρυξη χρυσού. Φραγμό σε αυτή την επίθεση ούτε μπορεί ούτε θέλει πλέον να βάλει ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε κάποια από τις υπόλοιπες κοινοβουλευτικές δυνάμεις.

Κι ενώ ο κόσμος αλλάζει προς το χειρότερο, την ίδια στιγμή νέα, αδύναμα ακόμα, κύματα ριζοσπαστικοποίησης έρχονται στο προσκήνιο: οι εστίες αντίστασης σε χώρους δουλειάς και γειτονιές, ο πολύμορφος αντιφασιστικός αγώνας στη χώρα μας, το κίνημα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες, οι κινητοποιήσεις για τον δολοφονημένο Ζακ και τη δολοφονική βία κατά των γυναικών, τα κινήματα ενάντια στις εξορύξεις, οι πολύ πρόσφατες κινητοποιήσεις με ευρεία συμμετοχή ενάντια στην κατάργηση του ασύλου που έδωσαν έναν πρώτο σημαντικό τόνο ενάντια στην πολιτική της νέας κυβέρνησης και μάλιστα μέσα στο καλοκαίρι. Η φωτιά του 2010-15 μπορεί να έσβησε, αλλά η φλόγα καίει ακόμα σε ένα κρίσιμο κοινωνικοπολιτικό δυναμικό. Για αυτό επιμένουμε ξανά σε ένα κάλεσμα για επαναστράτευση. Είναι ώρα ουσιαστικής αυτοκριτικής και ταυτόχρονα αντεπίθεσης, ανάληψης νέων κινηματικών και πολιτικών πρωτοβουλιών.

 

2. Για την ανασυγκρότηση των αγώνων και ένα πολιτικό εργαστήριο της ρήξης

Δεν αρχίζουμε από το μηδέν. Το πολιτικό περιεχόμενο μιας νέας πρωτοβουλίας οφείλει να εκκινεί από την τωρινή πραγματικότητα, αλλά να βλέπει πέρα από αυτή, αναιρώντας το κλίμα ηττοπάθειας που έχει καλλιεργηθεί απέναντι στην «προελαύνουσα δεξιά». Μία τέτοια πολιτική μπορεί και πρέπει να βασίζεται σε συγκεκριμένους άξονες γύρω από τα ανοιχτά προβλήματα της συγκυρίας και της εποχής μας και σε αντίστοιχες αγωνιστικές παρακαταθήκες, με διάθεση τομών στις πρακτικές μαχητικής διεκδίκησης και τα συλλογικά εργαλεία παρέμβασης. Μπορούμε και πρέπει όσο δυνατόν περισσότεροι/ες να βρεθούμε, να σχεδιάσουμε από κοινού και να αγωνιστούμε στα μεγάλα μέτωπα της περιόδου:

  • Για το σύγχρονο κοινωνικό-ταξικό ζήτημα. Στο πεδίο της εργασίας, παρεμβαίνοντας στο υπάρχον συνδικαλιστικό κίνημα και ανοίγοντας νέους δρόμους οργάνωσης για τον κόσμο της νέας γενιάς εργαζομένων, της επισφάλειας και της ανεργίας.
  • Για το ζήτημα της υπεράσπισης των κοινών αγαθών και του δημόσιου χώρου. Παρεμβαίνοντας στα πολύμορφα κινήματα πόλης με αντίστοιχες αγωνιστικές πρωτοβουλίες και με ενωτικά και ριζοσπαστικά αυτοδιοικητικά σχήματα.
  • Για ένα σύγχρονο, μαχητικό κίνημα νεολαίας σε σχολεία, σχολές, χώρους κατάρτισης, νεολαιίστικα στέκια και πολιτιστικές πρωτοβουλίες.
  • Για το ζήτημα του αγώνα ενάντια στον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό, για μία σύγχρονη αντί-ιμπεριαλιστική και διεθνιστική παρέμβαση και πάλη. Η ειρήνη, η φιλία και η αλληλεγγύη των λαών της περιοχής είναι το πρώτιστο καθήκον μας (ειδικά σε εμβληματικές περιπτώσεις όπως η αλληλεγγύη στην Παλαιστινιακή αντίσταση), για αυτό δίνουμε τη μάχη για τη ρήξη με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ και την έξοδο της χώρας από αυτούς τους μηχανισμούς.
  • Για το ζήτημα του αγώνα ενάντια στο ρατσισμό και τις αντί-μεταναστευτικές πολιτικές με πρωτοβουλίες στα κινήματα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες και τους μετανάστες/ριες.
  • Για το γυναικείο και έμφυλο ζήτημα, μέσα από τις αγωνιστικές φεμινιστικές και LGBTQ+πρωτοβουλίες και κινητοποιήσεις, τον αγώνα τους για ισότητα, σεβασμό, ορατότητα και συμπεριληψιμότητα, ενάντια στην πατριαρχία και τις πολλαπλές καταπιέσεις, όχι μόνο στο επίπεδο της παραγωγής, αλλά και εκείνο της αναπαραγωγής και σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής.
  • Για το ζήτημα της κοινωνικής ελευθερίας και της ισότητας κόντρα στον φασισμό, την καταστολή και τον νεοσυντηρητισμό. Παρεμβαίνοντας στο πολύμορφο αντιφασιστικό κίνημα, στα κινήματα υπεράσπισης των δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
  • Για το ζήτημα της υπεράσπισης του περιβάλλοντος που έρχεται ξανά στο προσκήνιο και παγκοσμίως αλλά και με ειδικό τρόπο στη χώρα μας, με τις εξορύξεις, τα εργοστάσια καύσης και το αχαλίνωτο αναπτυξιακό μοντέλο.
  • Για το ζήτημα μίας αναγκαίας, πολύμορφης παρέμβασης στο πεδίο των ιδεών, του πολιτισμού και του δημόσιου λόγου.

Ταυτόχρονα, μία τέτοια πολιτική οφείλει να προσπαθεί να συνδέει τα μάχιμα αιτήματα για τους αγώνες του σήμερα με την προοπτική της ρήξης με τις πολιτικές και το καθεστώς των μνημονίων και του δόγματος ΤΙΝΑ απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Θεωρούμε κεντρικό καθήκον μας στην περίοδο την προσπάθεια για τη δημιουργία ενός πολιτικού εργαστηρίου της ρήξης που να διαλεχθεί ξανά με όλα τα μεγάλα ζητήματα της εποχής μας για το τι σημαίνει και πώς μπορεί να ξαναμπεί στο προσκήνιο ένας εναλλακτικός δρόμος έξω από την ιμπεριαλιστική ΕΕ, το ευρώ και το χρέος, με την κοινωνική πλειοψηφία μπροστά, μέσα σε διεθνείς συσχετισμούς που είναι δύσκολοι. Για το τι μπορεί να σημαίνει ένας νέος, αναγεννημένος και διαφορετικός δημόσιος τομέας των κοινών αγαθών, των εθνικοποιημένων στρατηγικών τομέων της οικονομίας, του εργατικού ελέγχου και των κοινωνικών συνεταιρισμών. Μια νέα αναζήτηση και κατοχύρωση πολιτικού λόγου και πρακτικής για την προοπτική μιας πραγματικής, άμεσης δημοκρατίας του λαού και μια νέα οπτική για την ανάπτυξη μέσα από την αρμονική σχέση ανθρώπου – φύσης.

Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, οφείλουμε να αναμετρηθούμε ουσιαστικά και με όλα τα στρατηγικά ζητήματα που ανέκυψαν με νέα ένταση στο έδαφος των εμπειριών της τελευταίας δεκαετίας (σχέση κράτους /κυβέρνησης /εξουσίας και κινημάτων/ επαναστατικής διαδικασίας, σχέση εθνικού–διεθνικού και ταξικού, σχέση τακτικής – στρατηγικής, ανάγκη διαμόρφωσης ενός άλλου παραγωγικού και καταναλωτικού προτύπου, λαμβάνοντας υπόψη πλευρές που επηρεάζουν το περιβάλλον κλπ – χωρίς να εξαντλούνται σε αυτά). Φυσικά, δεν θεωρούμε ότι η συμφωνία επί αυτών αποτελεί προϋπόθεση για να προχωρήσουμε, είναι όμως σημαντική ανάγκη η αναγνώρισή τους και το άνοιγμα ενός ουσιαστικού διαλόγου, παράλληλα με την πράξη – που είναι η καθοριστική σε τελική ανάλυση.

Όσοι και όσες υπογράφουμε αυτό το κείμενο, με τις διαφορετικές διαδρομές και ανεπάρκειές μας τα τελευταία χρόνια, προσπαθήσαμε να εκφράσουμε κάτι απλό, που δε θα έπρεπε να είναι τόσο δύσκολο να γίνει. Να εκφραστεί σε πολιτικό επίπεδο αυτό που φάνταζε αυτονόητο στον «κοινό νου» του κόσμου του κινήματος και της Αριστεράς: Ένα ενωτικό και μαχητικό «μέτωπο της ρήξης εδώ και τώρα», ένα σχέδιο εναλλακτικού δρόμου για μία φιλολαϊκή διέξοδο από την κρίση. Με επιχειρήματα, πολιτικό λόγο και πρακτικές που να βρίσκονται μέσα στις δυνατότητες της περιόδου, λαμβάνοντας υπ’ όψη τον συσχετισμό και τις συνέπειες του, όχι με λογική υποταγής σε αυτόν αλλά με θέληση να τον ανατρέψουμε και να τον αλλάζουμε διαρκώς.

Ο καθένας και η καθεμία από μας μπορεί να προσέγγιζε το ίδιο ζήτημα με διαφορετικό τρόπο και μεθοδολογία αλλά στην ίδια κατεύθυνση της ανατροπής και όχι του συμβιβασμού. Άλλοι/ες λιγότερο, άλλοι/ες περισσότερο κάναμε λάθος και σωστές επιλογές, αλλά επιμείναμε στην ουσία και όχι στον χαρτοπόλεμο κομματικών αυτό-επιβεβαιώσεων. Πιστεύουμε ότι η ριζοσπαστική και κομμουνιστική αριστερά στη χώρα μας υπέστη μια στρατηγική ήττα την προηγούμενη περίοδο, και εμείς αναμφισβήτητα υπήρξαμε κομμάτι της – όσο κι αν δεν αναλογούν, προφανώς, ίδιες ευθύνες σε όλους/ες. Η θαρραλέα, ουσιαστική, από κοινού και σε βάθος αναμέτρηση μαζί της, όχι για να μεμψιμοιρήσουμε, αλλά ακριβώς για να την υπερβούμε, είναι αναγκαίος όρος οποιασδήποτε φιλόδοξης επανεκκίνησης.

 

3. Για μία νέα μετωπική ριζοσπαστική Αριστερά, για μια διαφορετική κουλτούρα διαλόγου και μέθοδο πολιτικής ανασυγκρότησης

Πιστεύουμε ότι το κλείσιμο της δεκαετίας της όξυνσης της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής κρίσης στη χώρα μας βρίσκει διάφορες οργανωμένες δυνάμεις και πάρα πολλούς ανένταχτους αγωνιστές/ριες να έχουν παρόμοιες αγωνίες, προβληματισμούς και αποτιμήσεις για τα λάθη και τις αναγκαίες διορθώσεις. Και αυτό διαμορφώνει ένα πεδίο βασικών συγκλίσεων που μπορούν δυνητικά να ορίσουν το πλαίσιο μίας νέας, αναγκαίας πολιτικής πρωτοβουλίας μετωπικού χαρακτήρα.

Η συγκυρία αλλά και η στρατηγική υποχώρηση των υπαρκτών πολιτικών μετώπων (τα οποία, στο έδαφος της πολλαπλής τους ήττας, έχουν κλείσει τον κύκλο τους) δεν επιτρέπει εύκολες λύσεις στο επόμενο διάστημα. Για να μπούμε σε μια τροχιά αναμέτρησης με τις δυσκολίες, αλλά και την αποστράτευση, καταρχάς απαιτείται σοβαρή συζήτηση από κοινού για το χαρακτήρα, τη φυσιογνωμία, την οριοθέτηση μίας αναγκαίας πολιτικής συμφωνίας, τη διαδικασία συγκρότησης και λειτουργίας. Αυτή η διαδικασία απαιτεί χρόνο για να ξεδιπλωθεί όσο και ώσμωση για να είναι πιο δημιουργική. Για αυτό το λόγο, προτείνουμε καταρχάς τη μορφή ενός «κοινού τόπου διαλόγου και δράσης με δεσμεύσεις» για το ξεδίπλωμά της. Είμαστε σε φάση ανάταξης από μία σοβαρή κοινωνική και πολιτική ήττα, και οι (οργανωμένες και ανένταχτες) δυνάμεις που δυνητικά μπορεί να περιλαμβάνει αυτή η προσπάθεια έχουν διαφορετικές ταχύτητες και εντάξεις ακόμα και δεν έχουν συνυπάρξει και λειτουργήσει όλες μαζί από κοινού προηγουμένως. Ταυτόχρονα, η μορφή αυτή μπορεί και πρέπει να είναι πιο ανοιχτή και «πειραματική» τόσο για τους παραπάνω λόγους όσο και επειδή χρειάζονται σοβαρές τομές στο επίπεδο της δομής, της δημοκρατίας και της λειτουργίας ενός σύγχρονου αριστερού μετωπικού μορφώματος. Ο κόσμος του αγώνα έχει δικαίως τις επιφυλάξεις του από τις μορφές οργάνωσης του παρελθόντος και αναζητά δομές και τρόπους λειτουργίας όπου να είναι και να νιώθει ουσιαστικά συμμέτοχος στις αποφάσεις και τις δράσεις. Τμήμα της σημερινής ήττας αποτελεί και ο τρόπος συγκρότησης και λειτουργίας της αριστεράς, και θέλουμε να κινηθούμε μακριά από λογικές τοξικών αντιπαραθέσεων, μικροηγεμονισμών και τεχνητών ανταγωνισμών. Θέλουμε να ενσωματώσουμε τις προωθητικές εμπειρίες όλων των προηγούμενων εγχειρημάτων, αλλά, ταυτόχρονα, είναι αναγκαίο να διερευνήσουμε και να προχωρήσουμε σε ποιοτικές τομές στο πολιτικό περιεχόμενο, τη φυσιογνωμία, την κουλτούρα διαλόγου, σύνθεσης και συνύπαρξης, την εσωτερική δημοκρατία και συμμετοχή.

Προτείνουμε έναν κινηματικό και πολιτικό χώρο με μία βασική πολιτική συμφωνία, συντονισμό και δεσμεύσεις στην παρέμβαση στους κοινωνικούς χώρους και τα κινήματα, με ανοιχτή προγραμματική συζήτηση που θα βαθαίνει ταυτόχρονα με την αναμέτρηση με τα πολιτικά καθήκοντα, με δημοκρατική λειτουργία που θα επεκταθεί σε κοινωνικούς χώρους και γεωγραφικά. Χωρίς βεβιασμένες κινήσεις, με ό,τι είναι ώριμο να γίνει σε κάθε στιγμή. Με σεβασμό στα υπάρχοντα σχήματα των κοινωνικών χώρων, αλλά ταυτόχρονα αναζητώντας και έναν «οδικό χάρτη» για την όσο το δυνατόν ενωτική υπέρβασή τους. Για να γίνει κάτι τέτοιο, δηλώνουμε τη βούλησή μας να συμβάλλουμε στην ανάληψη συγκεκριμένων πρωτοβουλιών μετά το καλοκαίρι.

Χωρίς να αναιρείται η αυτοτέλεια των επιμέρους συγκροτήσεων και διεργασιών, θεωρούμε ότι μέσα από μια τέτοια κοινή προσπάθεια, οι επιμέρους ιδεολογικοπολιτικές αφετηρίες και διαδρομές που θα συναντηθούν, μπορούν να δοκιμάζουν και να βαθαίνουν και τις δικές τους επεξεργασίες πιο αποτελεσματικά. Ταυτόχρονα, στο επίπεδο του κινήματος, τα συλλογικά εργαλεία, ο συντονισμός, οι κοινές πρακτικές που επιδιώκουμε να προχωρήσουν, αφορούν όλη την αριστερά, επιδιώκοντας αυτή η προσπάθεια να συμβάλλει αποφασιστικά στην αντιμετώπιση του κατακερματισμού, της ασυνεννοησίας και των «μοναχικών δρόμων» και σε αυτό το επίπεδο.

Επιπλέον, το δηλώνουμε καθαρά: Δεν θέλουμε σε καμία περίπτωση η διαδικασία αυτή να οριοθετηθεί γύρω από τις υπογράφουσες συλλογικότητες. Αυτό που αναζητούμε και περιγράφουμε απαιτεί προφανώς μία κρίσιμη μάζα αγωνιστών/τριων και δυνάμεων για να ξεκινήσει, αλλά και διαφορετικούς όρους κοινωνικής και πολιτικής γείωσης στην πλήρη μορφή ανάπτυξής του. Από κάτι τέτοιο απέχουμε, όμως παίρνουμε την πρωτοβουλία να ανοίξουμε αυτή την τόσο αναγκαία συζήτηση και θα επιδιώξουμε συγκεκριμένα να εμπλακούν όσοι/ες βλέπουν τον εαυτό τους σε πλευρές του παρόντος κειμένου. Για αυτό, καλούμε όλους/ες τους ανένταχτους/ες αγωνιστές/ριες και τις οργανώσεις της αριστεράς που επικοινωνούν με τους προβληματισμούς που θέτουμε, ή πλευρές τους, να συμμετάσχουν σε μία τέτοια διαδικασία ισότιμα και δημιουργικά. Με αίσθηση του συσχετισμού και της κατάστασης «πνευμάτων» στην Αριστερά, επιμένουμε σε μια Αριστερά της ενιαιομετωπικής λογικής και της ριζοσπαστικής πολιτικής, σε μια Αριστερά μαζική και γειωμένη στις πραγματικότητες των ανθρώπων, σε μια Αριστερά επαναθεμελίωσης του μεταβατικού προγράμματος και υπεράσπισης της επαναστατικής προοπτικής. Επανακατοχυρώνουμε την πεποίθησή μας ότι μια τέτοια αριστερά είναι αναγκαία και, ταυτόχρονα, μπορεί να υπάρξει! Μπορούμε να ξεκινήσουμε να πιάσουμε το νήμα του τι πήγε στραβά, χωρίς ιδεοληψίες και αφορισμούς, για μια ριζική επανεκκίνηση. Με ταπεινότητα, αλλά και φιλοδοξία. Για να αντιστοιχηθεί η καθημερινή ζωή με τη συλλογική πάλη και με την προοπτική για μια άλλη κοινωνία.

 

Αναμέτρηση – Ομάδα Κομμουνιστών/στριών

Αριστερή Ανασύνθεση (ΑΡ.ΑΝ.)

Διεθνιστική Εργατική Αριστερά (ΔΕΑ)

Συνάντηση για μια Αντικαπιταλιστική Διεθνιστική Αριστερά