Απόψεις

Βερολίνο, 1918-1919 (Β' Μέρος)

04/04/2019

Νίκος Σκοπλάκης

Οι λαϊκές μάζες, οι εργάτες και άλλα μισθωτά στρώματα, οι ένστολοι πολίτες που είχαν οδηγηθεί στην τετραετή ανθρωποσφαγή, τμήματα της διανόησης απαιτούσαν τόσο να σαρωθεί η ισορροπία δυνάμεων της βιλχελμινικής περιόδου όσο και να εδραιωθεί πολιτικά το ευρύ πεδίο ταξικών συμμαχιών με την πρωτοπορία της εργατικής τάξης, όπως αρθρωνόταν μέσα στα συμβούλια των εργαζομένων και των ένστολων πολιτών. Για πρώτη φορά μετά τη δεκαετία του 1860, το σύστημα των συμβουλίων είχε προαγάγει μέσα στην εργατική τάξη ένα ισχυρό ρεύμα, το οποίο οργάνωνε σε πολιτική ταξική δύναμη το αίτημα για σύγχρονους θεσμούς ριζοσπαστικού κοινωνικού ελέγχου, σε αντίθεση με τη δεξιά σοσιαλδημοκρατία και την αντίληψή της για ενσωμάτωση του εργατικού κινήματος σε μια συγκεντροποιημένη κρατική εξουσία. [1]

Ήδη στις αρχές του 1917, η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε περιγράψει σε τι συνίστατο η αντίληψη της δεξιάς σοσιαλδημοκρατίας: «Η κυριαρχία των κομματικών και συνδικαλιστικών ηγεσιών [...] πάνω στην οργανωμένη εργατική τάξη [...] δεν είναι στον πυρήνα του τίποτα άλλο από τη σφοδρότερη επικράτηση της γερμανικής αστικής τάξης πάνω στην εργατική τάξη, που θα είχε ποτέ κανείς πετύχει ή ονειρευτεί. Οι μάζες που προσελκύονται στην πάλη εναντίον του κεφαλαίου υπό τις σημαίες της σοσιαλδημοκρατίας και των συνδικάτων είναι σήμερα ακριβώς μέσω αυτών των οργανώσεων και εντός αυτών των οργανώσεων τόσο υποταγμένες στον ζυγό της αστικής τάξης όσο δεν ήταν ποτέ από την έναρξη των σύγχρονων καπιταλιστικών σχέσεων».

Τον Δεκέμβριο του 1916, η ομάδα «Σπάρτακος» χαρακτήριζε τον ισχυρισμό της ηγεσίας της SPD πως «κατοχύρωσε τα δικαιώματα των εργατών και των υπαλλήλων» σε συνθήκες πολέμου ως «χλευασμό και εμπαιγμό». Επεσήμαινε ότι «είναι οι ίδιοι οικόσιτοι υπηρέτες της κυβέρνησης, οι οποίοι πριν από λίγους μήνες συμμάχησαν, ώστε να καταδώσουν όσους αγωνίζονταν για την ειρήνη και τους ταξικά συνειδητούς εργάτες που απεργούσαν». [2] Ο πολύ σκληρός για τις καταπιεζόμενες τάξεις χειμώνας του 1916/1917, γνωστός και σαν «χειμώνας των γογγυλιών» (Steckrübenwinter), οδήγησε σε ραγδαία άνοδο των κινητοποιήσεων και των απεργιών. Η ρήξη εντός της SPD οριστικοποιήθηκε με την ίδρυση στην Γκότα της Θουριγγίας του «Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος», ενός πολυτασικού κόμματος, το οποίο ενοποιούσε ριζοσπαστικές σοσιαλιστικές δυνάμεις σε πλήρη αντίθεση με την πολεμική συναίνεση. [3] Ως πιο προωθημένη αριστερή αυτοτελής τάση στο εσωτερικό του ήταν ο «Σύνδεσμος Σπάρτακος» (Spartakusbund), μέχρι να συνιδρύσει το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (1.1.1919) με τις ομάδες «Ριζοσπαστικοί Αριστεροί Βρέμης» (Bremer Linksradikale) και «Διεθνιστές Κομμουνιστές Γερμανίας» (Internationale Kommunisten). [4]

Τον χειμώνα του 1917, τα συνδικάτα που συνέπλεαν με την δεξιά σοσιαλδημοκρατική MSPD εντός της πολεμικής συναίνεσης είχαν αναγνωριστεί ως «οργανώσεις της πολεμικής οικονομίας» (kriegswirtschaftliche Organisationen) εξασφαλίζοντας στα στελέχη τους ειδικά προνόμια, όπως την προστασία από τη στράτευση. Αντιθέτως, όσοι οικοδομούσαν ελεύθερα συνδικάτα και ενεργητικά υποστήριζαν απεργίες και κινητοποιήσεις στις πολεμικές βιομηχανίες και σε άλλους χώρους εργασίας συλλαμβάνονταν, φυλακίζονταν και συχνά στέλνονταν αμέσως στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Οι καινούργιες συνθήκες και ανάγκες στο πεδίο της ταξικής πάλης ανέδειξαν ένα δίκτυο ελεύθερων συνδικαλιστικών δομών, κυρίως στο Βερολίνο, τη Βρέμη και το Αμβούργο, γνωστό ως «Επαναστατικοί Αντιπρόσωποι» (Revolutionäre Obleute).

Οι «Επαναστατικοί Αντιπρόσωποι» συγκροτούνταν σε κάθε χώρο εργασίας μέσα από γενικές συνελεύσεις, δραστηριοποιούνταν στην οργάνωση και την οικονομική υποστήριξη των απεργιών, αλλά κυρίως εργάζονταν για τη διαμόρφωση της πολιτικής ταξικής δύναμης που θα άλλαζε τους συσχετισμούς στην μεταπολεμική περίοδο. Στη συντριπτική πλειονότητά τους ήταν συνδεδεμένοι με τάσεις της USPD, με την οποία διατηρούσαν σχέσεις πολιτικής ένταξης ή αυτόνομης κριτικής υποστήριξης. [5] Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αρχίζουν να σχηματίζονται τα πρώτα συμβούλια, αρχικά στις πολεμικές και μεταλλουργικές βιομηχανίες.

Ήδη από τις αρχές Νοεμβρίου 1918, τα συμβούλια αναπτύσσονταν ραγδαία σε όλη τη Γερμανία, όχι μόνο σε χώρους εργασίας, αλλά και σε κοινότητες, διεκδικώντας παρά τις εσωτερικές αντιθέσεις να υπάρχουν ως κέντρα πολιτικής και οικονομικής εξουσίας για μια αποκεντρωμένη, δημοκρατική κοινωνία, στον αντίποδα του βιλχελμινικού καπιταλιστικού και πολεμικού consensus. Οι «Επαναστατικοί Αντιπρόσωποι» θεωρούσαν τα συμβούλια ως καθοριστική δύναμη αυθόρμητης, μαζικής και αυτόνομης δράσης, η οποία θα μετέβαλλε ριζικά τη δομή της εξουσίας στη μεταπολεμική Γερμανία και θα αποκαθιστούσε την ενότητα του εργατικού και δημοκρατικού κινήματος στα αριστερά. Όπως σημειώνει ο εκλεκτός ιστορικός Detlev Peukert, «η ταχύτητα με την οποία εξαπλώθηκε το κίνημα των συμβουλίων και ο ενιαίος χαρακτήρας της αυθόρμητης εμφάνισής του, κατέδειξαν ότι οι αυτοκρατορικές στρατιωτικές και πολιτικές αρχές είχαν απωλέσει κάθε αυθεντία». [6]

Συσχετίζοντας όλα τα προηγούμενα, αντιλαμβανόμαστε γιατί αποτελεί δικαιωτικό τέχνασμα η άποψη πως η δεξιά σοσιαλδημοκρατική MSPD γίνεται κόμμα του (καπιταλιστικού) κράτους μετά το 1919. Η MSPD ήταν «Staatspartei» το αργότερο με την ιδιαίτερη, πλην σαφή, ένταξή της στην πολεμική συναίνεση. Γνώμονας στην καινούργια συγκυρία ήταν η διατήρηση αυτής της ιδιότητας, με την ανάληψη κεντρικού ρόλου στην ασφαλή αναπροσαρμογή της παλιάς εξουσίας και στη μεταβολή της άρθρωσής της, έτσι ώστε να επικρατήσει σε συμμαχία μαζί της, συντρίβοντας κάθε κεκτημένο ριζοσπαστικού εκδημοκρατισμού, εργατικής χειραφέτησης, κοινωνικού ελέγχου και θεσμικού συγχρονισμού δια της αυτοοργάνωσης. Οι ηγετικοί κύκλοι της MSPD διέπραξαν ακόμα μια εκούσια ταξική και πολιτική προδοσία, φροντίζοντας να μην εδραιωθεί ποτέ το αναγκαίο σε έναν ριζοσπαστικό εκδημοκρατισμό της Γερμανίας μερίδιο επανάστασης. [7]

Ο Friedrich Ebert ανέλαβε τον σχηματισμό κυβέρνησης χάρη στην επαναστατική κίνηση των μαζών και το κύρος των συμβουλίων για να ακολουθήσει ένα πολιτικό σχέδιο διπλής γλώσσας και αντιπολιτικού φενακισμού απέναντι στις αριστερές δυνάμεις και στο εργατικό/δημοκρατικό κίνημα. Η ταξική συμμαχία που εκφραζόταν μέσα από τα συμβούλια επεδίωκε μία πληθώρα δυνατοτήτων, οι οποίες παρόλες τις εσωτερικές (και συχνά έντονες) αντιθέσεις τους βρίσκονταν σε απόλυτη ρήξη με τη συναίνεση που είχε επιτρέψει στο κεφάλαιο να επιβάλλει τους όρους του μέσα από την περιοριστική και στρατιωτική οργάνωση της νομιμότητας: Τα συμβούλια εργατών, στρατιωτών ή/και αγροτών απαιτούσαν να πάψουν οι άρχουσες τάξεις να συμπεριφέρονται ως «κύριος του σπιτιού» («Herr im Hause») και ο στρατιωτικός κατασταλτικός μηχανισμός να εξαναγκάζει το συμφέρον της συνέχειας στους συσχετισμούς με μια πολυδιάστατη «πειθαρχία πτωμάτων» («Kadavergehorsam»).

Η ηγεσία της MSPD αποδέχτηκε μπροστά στις εξελίξεις να συμμετάσχει ισότιμα με τις δυνάμεις της USPD σε κυβέρνηση, η οποία θα λειτουργούσε ως «συμβούλιο των αντιπροσώπων του λαού» (Rat der Volksbeauftragten), υπό τον έλεγχο ενός «εκτελεστικού συμβουλίου», το οποίο είχαν ζητήσει οι «Επαναστατικοί Αντιπρόσωποι». Στη Βαυαρία, τη Ρηνανία, τη Σαξωνία και την πρωσική Σαξωνία, στις ελεύθερες χανσεατικές πόλεις και όπου αλλού υπήρχε ριζοσπαστική πλειοψηφία με κύρια δύναμη την USPD, σχηματίζονταν συμβουλιακές κυβερνήσεις για να γίνουν σεβαστές οι λειτουργίες κοινωνικού ελέγχου με στόχο πολιτικές και οικονομικές μεταβολές, που θα εδραίωναν μια νέα ριζοσπαστική κοινωνική συναίνεση, αντιληπτή ως «σοσιαλιστική δημοκρατία» (όπως την ανακήρυξε ο Λίμπκνεχτ από το μπαλκόνι του ανακτόρου στο Βερολίνο). Στον βαθμό που ήταν αντίθετοι στην ανασύνθεση του προηγούμενου συνασπισμού εξουσίας, στήριζαν αυτές τις κυβερνήσεις και πολιτικοί με προέλευση από τους αντιπολεμικούς φιλελεύθερους ή το καθολικό Κέντρο. Στη συνδιάσκεψη των συμβουλίων εργατών-στρατιωτών του Βερολίνου αποφασίστηκε ότι «η άμεση ειρήνευση είναι εντολή της επανάστασης».

Η ηγεσία της MSPD επιχειρούσε να ελέγξει την κατάσταση διατηρώντας ή αυξάνοντας την επιρροή της στα συμβούλια μέσω αθρόας ένταξης σε αυτά στρατιωτών που επέστρεφαν από το μέτωπο, [8] με οργανωτικά μέτρα ή με τον υπερτονισμό της ανάγκης για «σταθερότητα» στην εξέλιξη της επανάστασης σε εκλογικά της ακροατήρια, που είχαν αποκτήσει δεσμούς με τα συμβούλια. Από την άλλη, η επιδίωξη της ηγεσίας να ξαναδιασπάσει βαθύτερα το εργατικό κίνημα και να ακυρώσει την ενότητά του σε ριζοσπαστικές θέσεις οδηγούσε σε μια σειρά παρασκηνιακών συνεννοήσεων με κορυφαίους παράγοντες από το ετοιμόρροπο παλαιό καθεστώς. Ήδη στις 10 Νοεμβρίου 1918, ο Ebert συναντούσε τον στρατάρχη Groener ομονοώντας στον «αγώνα εναντίον του ριζοσπαστισμού και του μπολσεβικισμού». Ο ίδιος ο Groener αναπολούσε στα απομνημονεύματά του αυτή την «ιδιαίτερη» συνάντηση, παρατηρώντας πως «παρά την επανάσταση, κατορθώθηκε να διατηρηθεί το καλύτερο και ισχυρότερο τμήμα του παλαιού καθεστώτος στη νέα Γερμανία».

Χάρη στην ηγεσία της MSPD, η οποία δαιμονοποιούσε μαζί με τις κυρίαρχες ελίτ την Οκτωβριανή Επανάσταση, αποδεχόμενη την περιγραφή της κοινωνικής κίνησης με τον όρο «ρωσικές συνθήκες». Στις 10 Δεκεμβρίου 1918, ο Ebert εξέφρασε εμμέσως την υποστήριξή του στην ανασυγκρότηση του στρατιωτικού πλέγματος σε κέντρο επιρροής, όταν απευθύνθηκε σε στρατιωτικές δυνάμεις λέγοντας «κανένας εχθρός δεν σας κατέβαλε!»: κατένευε έτσι στα αντιδραστικά μυθεύματα και τις αντεπαναστατικές θεωρίες συνωμοσίας της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοικήσεως περί «πισώπλατης μαχαιριάς» για το τέλος του πολέμου. Άλλωστε, ο ίδιος ο Ebert έχει αποδώσει ρητά και κυνικά τον κρίσιμο ρόλο που διαδραμάτισε η MSPD, σε δήλωσή του στις 6 Φεβρουαρίου 1919: «Υπήρξαμε, με την κυριολεκτικότερη έννοια της λέξης, οι επίτροποι συμφερόντων του παλαιού καθεστώτος». Ακόμα πιο κυνικός, ίσως, ο «εκπρόσωπος του λαού για τον Στρατό και το Ναυτικό», Gustav Noske, στις 6 Ιανουαρίου 1919: «Κάποιος πρέπει να γίνει ο Κέρβερος». [9]

«Υποστηρικτές συμφερόντων» ή «Κέρβεροι», το σίγουρο είναι ότι για να εγγυηθούν τη συμμαχία τους με τους στρατηγούς, το σώμα των αξιωματικών, τις ελίτ του παλαιού καθεστώτος, οργάνωσαν και χρησιμοποίησαν μεθοδικά τον πολιορκητικό κριό της αντεπανάστασης. Με τα χρήματα της γερμανικής βιομηχανίας και των μεγαλογαιοκτημόνων, την τεχνογνωσία των στρατηγών και της «Αντιμπολσεβικικής Λίγκας», την κάλυψη της MSPD και τη διεύθυνση του Noske ετοιμάστηκαν για δράση όλα τα πρωτοφασιστικά, αντιδραστικά, ρατσιστικά, μεγαλογερμανικά και λούμπεν στοιχεία στο παραστρατιωτικό δίκτυο των Freikorps. Στόχος ήταν η εξουδετέρωση της ριζοσπαστικής Αριστεράς, των συμβουλίων και κάθε κοινωνικής διαμαρτυρίας. [10] Με την πλήρη συναίνεση της MSPD επέστρεφε ως όργανο εμπέδωσης της ταξικής κυριαρχίας η στρατηγική του παλαιού καθεστώτος, όπως την είχε διαγνώσει ο Jakob Burckhardt το 1872: η απώλεια της πολιτικο-κοινωνικής εξουσίας θα αποτρεπόταν δια του πολέμου.

Ταυτοχρόνως, ξεκινούσε ο προπαγανδιστικός πόλεμος, με την όξυνση, συστηματοποίηση και μετεξέλιξη του κυρίαρχου αντιδιαφωτιστικού, εθνικιστικού, δομικά αντιδημοκρατικού λόγου, με τα ριζοσπαστικοποιημένα ιδεολογήματα του αυταρχικού εκσυγχρονισμού και τις ακροδεξιές τάσεις που ανέδειξαν και μορφοποίησαν τον ναζισμό.[11] Χαρακτηριστικό είναι ότι δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα από την έκδοση της «Αντιμπολσεβικικής Λίγκας», «Ο μπολσεβικισμός και η εξόντωσή του», διακινούνταν μαζί με αντισημιτικά και ρατσιστικά έντυπα. Οι μετέπειτα ναζιστές Alfred Rosenberg και Dietrich Eckart είχαν διακινήσει πάνω από 100.000 αντισημιτικές μπροσούρες στο Μόναχο, ενώ ο διαβόητος ρατσιστής Theodor Fritsch εξέδωσε κατά το διάστημα Νοέμβριος 1918-Μάρτιος 1919, 2.000.000 αντίτυπα προπαγανδιστικού υλικού. Μια εθνικιστική αντεπαναστατική οργάνωση είχε στο ενεργητικό της για το ίδιο διάστημα πάνω από 7.000.000 αντίτυπα παρόμοιου υλικού. Ο «κύριος του σπιτιού» και η «πειθαρχία πτωμάτων» ετοιμάζονταν για την επιστροφή τους σε ένα πλαίσιο τυπικής, περιοριστικής και φαλκιδευμένης αστικής δημοκρατίας με τη συνηγορία της MSPD.

H υλική και ηθική ισχυροποίηση της αντεπαναστατικής δυναμικής ενθάρρυνε την MSPD να στραφεί ανοιχτά πια εναντίον των συμβουλίων και των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ώστε να ενσωματώσει πάλι τις κυριαρχούμενες τάξεις και το εργατικό κίνημα στην εμπράγματη διάσταση που προτιμούσε. Οι προκλήσεις πιστών στον Ebert στρατιωτικών και παραστρατιωτικών σχηματισμών οδήγησαν στην «ματωμένη παραμονή Χριστουγέννων», με τις μάχες της 24ης Δεκεμβρίου 1918. Η ρήξη μεταξύ MSPD και USPD ήταν πλήρης και είχε ως αποτέλεσμα την αποχώρηση της δεύτερης από την κυβέρνηση, που έπαυε πια να έχει οποιαδήποτε σχέση με τα συμβούλια. Η κορύφωση της πρόκλησης ήρθε με την καθαίρεση του Emil Eichhorn (USPD), ο οποίος έχαιρε της εμπιστοσύνης των επαναστατικών δυνάμεων, από τη θέση του αστυνομικού διευθυντή Βερολίνου, στις 4.1.1919. Ακολούθησε ο ξεσηκωμός του Ιανουαρίου (Januaraufstand), στον οποίο πήραν μέρος λαϊκές μάζες του Βερολίνου, τα ελεύθερα συνδικάτα με τους «Επαναστατικούς Αντιπροσώπους», το μεγαλύτερο τμήμα της USPD και το νεοϊδρυμένο ΚΚΓ: κράτησε από τις 5 μέχρι τις 13 Ιανουαρίου. Η τρομοκρατία κατά τη διάρκεια του ξεσηκωμού, αλλά και μετά, είχε δεκάδες θύματα, μεταξύ τους πολλά στελέχη από τα δύο κόμματα της Αριστεράς, με κορυφαίες περιπτώσεις τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Καρλ Λίμπκνεχτ.

Η έλλειψη ετοιμότητας και οργανωμένης απάντησης απέναντι στους σχεδιασμούς της MSPD και της αντεπανάστασης, όπως και η αδυναμία ανάκτησης πρωτοβουλιών, επηρέασαν την έκβαση των γεγονότων του 1919. Το ΚΚΓ ιδρύθηκε ως απάντηση στην «έλλειψη σχεδίου» της USPD μετά τα Χριστούγεννα του 1918 και σε στενότερη πολιτική σύνδεση με την Οκτωβριανή Επανάσταση, αλλά δεν κατόρθωσε να συνεισφέρει κάποια αποτελεσματικότερη πολιτική διέξοδο. Ίσως θα μπορούσε να είχε εκπονηθεί μια αποδοτικότερη στρατηγική, αν είχε εισακουστεί η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η οποία είχε εισηγηθεί με παρέμβαση στην «Rote Fahne» (23.12.1918) την ταυτόχρονη συμμετοχή στις εκλογές και τη διατήρηση του συστήματος των συμβουλίων. Στην περίπτωση της Βαυαρίας, η αποχή του ΚΚΓ και άλλων επαναστατικών δυνάμεων από τις εκλογές επέφερε την αποδυνάμωση της άμεσα συνεργαζόμενης με τα συμβούλια κυβέρνησης του Kurt Eisner (USPD) και δεν συνέβαλε στην αποτελεσματική αντίσταση εναντίον της αποθηριωμένης ακροδεξιάς τρομοκρατίας, η οποία τελικά έπνιξε στο αίμα τη συμβουλιακή ανάταση του Απριλίου-Μαΐου 1919, μετατρέποντας τη Βαυαρία σε έναν θύλακα αντεπαναστατικής τάξης, μέσα στον οποίο γεννήθηκε το NSDAP. Όλα αυτά, όμως, ελάχιστα αλλάζουν τη διαπίστωση του συγγραφέα Sebastian Haffner: «Ποιός ξέκανε την επανάσταση, σ’ αυτό δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Ήταν η ηγεσία της MSPD, ήταν ο Ebert με το επιτελείο του. Κι εδώ, επίσης, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι για να μπορέσουν οι ηγέτες της MSPD να ξεκάνουν την επανάσταση, τοποθέτησαν τους εαυτούς τους στην κορυφή και την πρόδωσαν». [12]

Δεν επρόκειτο εδώ για την υπεράσπιση καμίας αστικής-κοινοβουλευτικής δημοκρατίας απέναντι, δήθεν, σε μια «δικτατορία του προλεταριάτου». Επρόκειτο πάνω από όλα για την αναδιοργάνωση/μετεξέλιξη του πολιτικοϊδεολογικού πλέγματος του παλαιού καθεστώτος μέσα σε ένα κέλυφος τυπικής δημοκρατίας, εχθρικής απέναντι στον κοινωνικό έλεγχο και με την εφαρμογή νέων, διευρυμένων δικαιωμάτων στο έλεος των συσχετισμών παλιών και νέων ελίτ. Η απογοήτευση γινόταν μεγάλο όπλο για την εμβάθυνση της αντεπανάστασης. Κεντρική θέση στο αναδιοργανωμένο πλέγμα διατηρούσαν ο αντισημιτισμός, ο κοινωνικός συντηρητισμός και ο αντικομμουνισμός. Ακόμα και όταν μετά το ακροδεξιό πραξικόπημα στις 13 Μαρτίου 1920, που συντρίφτηκε χάρη στην κινητοποίηση των λαϊκών μαζών και των ριζοσπαστικών αριστερών δυνάμεων, η MSPD (από το 1922 πάλι SPD) ανακάλυψε το αριστερό προφίλ της και ο Noske την επικινδυνότητα των «παλικαριών» του, οι συνέπειες της προηγούμενης πολιτικής τους στάσης ήταν απαράγραπτες και μεσοπρόθεσμα θα έπλητταν και τους ίδιους. Όπως παρατηρεί ο Kurt Pätzold, «ο γερμανικός φασισμός και συγκεκριμένα η ναζιστική του εκδοχή ήταν σάρκα εκ της σαρκός της αστικής αντεπανάστασης». Ύστερα από αρκετά χρόνια, ένας συντηρητικός φιλελεύθερος, ο Friedrich Reck-Μalleczewen, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον εφιάλτη του ναζισμού. Λίγο πριν συλληφθεί και κλειστεί στο Νταχάου όπου και πέθανε, είχε διερωτηθεί: «Δεν ξέρω μήπως είχαμε γλυτώσει από το μαρτύριο του χιτλερισμού, αν τότε [...] είχαμε ταχθεί με την ολοκληρωμένη επανάσταση [...]». [13] Τότε, στο Βερολίνο, 1918-1919.

Σημειώσεις

1. Βλ. κατ’ αρχήν, James E. Cronin, «Labor Insurgency and Class Formation: Comparative Perspectives», στο συλλογικό έργο Work, Community and Power: The Experience of Labor in Europe and America, 1900-1925, εκδ. Temple University Press, Φιλαδέλφεια, σελ. 20-48.

2. Για το κείμενο της μπροσούρας και την αποτίμηση των εξελίξεων στους αμέσως επόμενους μήνες, βλ. Dokumente und Materialien zur Geschichte der deutschen Arbeiterbewegung, εκδ. Dietz, Ανατολικό Βερολίνο, 1957, τόμος 2, σελ. 506 κ.ε.

3. Βλ. το κλασικό έργο του Eugen Prager, Geschichte der USPD,Βερολίνο, 1921, αλλά και τη μονογραφία του D.W. Morgan, The Socialist Left and the German Revolution: A History of the Independent Social Democratic Party, 1917-1922, εκδ. Ithaca, Ν. Υόρκη, 1975. Για την ανθρωπογεωγραφία, τις τάσεις και την εξέλιξή τους στο γερμανικό κομμουνιστικό και σοσιαλιστικό κίνημα βλ. και Andreas Herbst-Hermann Weber, Deutsche Kommunisten-Biographisches Handbuch 1918 bis 1945, εκδ. Dietz, Βερολίνο, 2003.

4. Βλ. αναλυτικά, Hans Manfred Bock, Syndikalismus und Linkskommunismus von 1918-1923, εκδ. Anton Hain, Μάϊζενχαϊμ, 1969, και Klaus Michael Mallmann, Kommunisten in der Weimarer Republik-Sozialgeschichte einer revolutionären Bewegung, εκδ. Wissenschaftliche Buchgesellschaft, Ντάρμστατ, 1996.

5. Βλ. Uta Stolle, Arbeiterpolitik im Betrieb, εκδ. Campus, Φρανκφούρτη/Μάϊν, 1980.

6. Βλ. Detlev Peukert, Die Weimarer Republik, εκδ. Suhrkamp, Φρανκφούρτη/Μάϊν, 1987, σελ. 38.

7. Για μια διεξοδικότερη διαπραγμάτευση, βλ. Wolfgang Mallanowski, November-Revolution 1918: Die Rolle der SPD, εκδ. Ullstein, 1969, σελ. 118 κ.ε.

8. Βλ. Ulla Plener (επιμ.), Die Novemberrevolution 1918-1919 in Deutschland, Rosa-Luxemburg-Stiftung, Manuskripte 85, εκδ. Dietz, Βερολίνο, 2009, σελ. 98 κ.ε.

9. Οι πηγές και η τεκμηρίωση για τα γεγονότα και τις δηλώσεις στο: Gerhard A. Ritter-Susanne Miller, Die deutsche Revolution 1918-1919, Dokumente, εκδ. Fischer, Αμβούργο, 1919, σελ. 91-92, 114, 127, 169, 194-195,

10. Βλ. την ενδιαφέρουσα διαπραγμάτευση στο: Robert G.L. Waite, Vanguard of Nazism-The Free Corps Movement in Postwar Germany 1918-1923, Harvard Historical Studies 60, 1952, σελ. 12 κ.ε., 35-37.

11. Βλ. Stefan Breuer, Die radikale Rechte in Deutschland 1871-1945: Eine politische Ideengeschichte, εκδ. Reclam, Στουτγάρδη, 2010.

12. Βλ. Sebastian Haffner, Die verratene Revolution, εκδ. Scherz, Μόναχο-Βερολίνο, 1969, κεφ. 15.

13. Friedrich Reck-Μalleczewen, Τagebuch eines Verzweifelten, εκδ. Die andere Bibliothek, 1994.