Επικαιρότητα

Το τοπίο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μετά το ν. Γαβρόγλου

27/10/2018

Θεματική ομάδα παιδείας ΑΡΚ

Η προηγούμενη χρονιά σημαδεύτηκε στον χώρο της Εκπαίδευσης από τις μεταρρυθμίσεις που έφερνε ο νέος ν. Γαβρόγλου (Αύγουστος 2017). Η αντιπαράθεση στο δημόσιο λόγο περιστράφηκε γύρω από συγκεκριμένες πτυχές του νομοσχεδίου που επιχειρούσαν να αντιπαρατεθούν ιδεολογικά στους προηγούμενους νόμους για την παιδεία (Διαμαντοπούλου - Αρβανιτόπουλου). Χαρακτηριστικές τέτοιες πτυχές αποτέλεσαν η κατάργηση των Συμβουλίων Ιδρύματος (ΣΙ), η εκλογή Πρυτάνεων και Αντιπρυτάνεων αποκλειστικά από καθηγητές των Ιδρυμάτων, η επαναφορά της έννοιας του Τμήματος , η επανακατοχύρωση Πανεπιστημιακού Ασύλου όπως αυτό οριζόταν στο ν. Γιαννάκου και η τυπική έστω επαναφορά τη συνδιοίκησης σε ποσοστά 10%. Όλα αυτά, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να ξεφύγουν από την μνημονιακή κανονικότητα ακόμη και μετά τις πρωθυπουργικές εξαγγελίες για «καθαρές εξόδους».

1. Αρχικά, σε σχέση με την επαναφορά της συνδιοίκησης, θεωρούμε ότι πρόκειται για μια προσχηματική ρύθμιση, στο πλαίσιο της αγωνιώδους προσπάθειας που διεξάγει το Υπουργείο να παρουσιάσει αυτό το νόμο ως ριζοσπαστικό. Δυο είναι οι βασικές επιλογές του νόμου που μας οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα: Αναφερόμαστε αρχικά στο προφανές ζήτημα που αφορά το πολύ μικρό ποσοστό συμμετοχής στις δομές της συνδιοίκησης, όχι μόνο των φοιτητών αλλά και των υπόλοιπων κοινοτήτων του Πανεπιστημίου (διδακτορικοί φοιτητές, ΕΔΥΠ), πλην φυσικά των μελών ΔΕΠ. Το δεύτερο ζήτημα είναι η παντελής απουσία αναφοράς όχι μόνο στο φοιτητικό σύλλογο ως δομή αλλά και στις ήδη υπάρχουσες διαδικασίες του, δηλαδή τις γενικές συνελεύσεις και τις φοιτητικές εκλογές ως το μόνο μέσο ανάδειξης των εκπροσώπων για τη συνδιοίκηση. Αντίθετα, ο νόμος αναφέρεται σε μια διαδικασία εκλογής των εκπροσώπων από ενιαία λίστα. Για εμάς αυτή η διαδικασία δεν είναι μόνο παράλληλη αλλά και εν δυνάμει αντιπαραθετική και απονομιμοποιητική στις ήδη υπάρχουσες διαδικασίες και όργανα των φοιτητικών συλλόγων. Σε μια συγκυρία όπου ο φοιτητικός συνδικαλισμός και οι υπάρχουσες δομές των φοιτητικών συλλόγων απαξιώνονται διαρκώς και οι κυρίαρχες δυνάμεις εντός των πανεπιστημίων εργάζονται σκληρά για τη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη του δημόσιου και δωρεάν πανεπιστημίου σε ένα κέντρο παροχής υπηρεσιών πλήρως αποστερημένο από κάθε έννοια ακαδημαϊκότητας και ελευθερίας, μια διαχειριστικού τύπου συνδιοίκηση χωρίς στοιχεία πραγματικής δημοκρατίας με μόνο στόχο τη νομιμοποίηση αντιδραστικών αποφάσεων αυτών των οργάνων δεν μπορεί παρά να μας βρίσκει αντίθετες και αντίθετους.

2. Μία ακόμη από τις πτυχές του νόμου, που προκάλεσε αντιδράσεις, ήταν αυτή της δυνατότητας καθολικής θεσμοθέτησης διδάκτρων στα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΠΜΣ). Η γενική αρχή είναι η δυνατότητα θεσμοθέτησης διδάκτρων στα ΠΜΣ από την εκάστοτε Σχολή, με την ταυτόχρονη εγγύηση ότι μέχρι και το 30% των εισακτέων, με οικονομικά κριτήρια, θα μπορεί να φοιτήσει δωρεάν.

Από την οπτική της υπεράσπισης του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης, η πολιτεία έχει υποχρέωση να παρέχει στους πολίτες δωρεάν υψηλού επιπέδου μεταπτυχιακές σπουδές. Αυτή είναι βασική και αδιαπραγμάτευτη αρχή. Ο πρόσφατός νόμος Γαβρόγλου δεν εισάγει κάτι νέο, παρά μόνο τη νομιμοποίηση των διδάκτρων στη συνείδηση της επιστημονική κοινότητας και της υπόλοιπης κοινωνίας. Είναι γνωστό ότι το ποσοστό των διδάκτρων που μεταβιβάζεται στον Ειδικό Λογαριασμό Κονδυλίων Έρευνας (ΕΛΚΕ) αποτελεί σημαντικό έσοδο για τα ΑΕΙ και το αναμενόμενο αποτέλεσμα του νομοθετήματος είναι η γενίκευση των διδάκτρων ακόμα και σε Σχολές που παραδοσιακά αρνούνταν να θέσουν το ζήτημα σε ημερήσια διάταξη (π.χ. Πάντειο, ΕΜΠ, ΝΟΠΕ).

3. Κομβικό ρόλο στον νέο νόμο Γαβρόγλου για την Παιδεία , έχουν οι συγχωνεύσεις Πανεπιστημίων - ΤΕΙ και οι αναβαθμίσεις ΤΕΙ σε ΑΕΙ. Οι συγκεκριμένες αλλαγές έχουν γίνει αντικείμενο αντεγκλήσεων τόσο σε πολιτικό όσο και ενδοπανεπιστημιακό επίπεδο. Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να δούμε που στοχεύουν και ποια οφέλη επιδιώκουν να έχουν οι συγκεκριμένες αλλαγές.

Α. Η οικονομία κλίμακας δεν είναι το κύριο όφελος που αναμένεται να προκύψει από τις συγχωνεύσεις Πανεπιστημίων - ΤΕΙ. Ενδεικτικά, από τα στοιχεία της συνοδευτικής έκθεσης του ΓΛΚ στο σχέδιο νόμου ίδρυσης του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής (ΠΔΑ) προκύπτει ότι με την ίδρυσή του εξοικονομούνται περίπου 7.000€. Έμμεσα και μεσοπρόθεσμα, θα προκύψουν τέτοια οικονομικά οφέλη μέσω της μείωσης προκηρύξεων μελών ΔΕΠ και των λειτουργικών δαπανών (συγγράμματα, σίτιση κ.ά.) που αντιστοιχούν σε φοιτητές και φοιτήτριες.

Β. Για το πλήθος των εισακτέων στα νέα Ιδρύματα που θα προκύψουν, δεν φτάνει να δούμε την εικόνα του 1ου έτους του ΠΔΑ, κατά το οποίο οι φοιτητές αυξήθηκαν σε κάποιο βαθμό. Η αύξηση των εισακτέων θα αποδειχθεί κενό γράμμα επειδή η έλλειψη υποδομών και εγκαταστάσεων είτε θα αυξήσει ακόμα περισσότερο τη φοιτητική διαρροή, είτε θα μειώσει δραματικά το επίπεδο της παρεχόμενης εκπαίδευσης υπό την απειλή μείωσης της δημόσιας χρηματοδότησης, αφού σε αυτό το πλήθος των φοιτητών θα υπάρχουν πολλοί «λιμνάζοντες» και επομένως ο σχετικός δείκτης «παραγωγής αποφοίτων» θα μειώνεται ανάλογα.

Γ. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ υλοποιεί στρατηγικά - και λόγω Μνημονίου 2015 - τις πρόσφατες κατευθυντήριες γραμμές της Τρόικα και του ΟΟΣΑ και σε αυτές τις κατευθύνσεις εντάσσονται η μείωση του πλήθους των ΑΕΙ (Πανεπιστημίων και ΤΕΙ), καθώς και η μεγαλύτερη ώθηση των νέων ανθρώπων προς τη συνεχιζόμενη και την επαγγελματική Εκπαίδευση.

Δ. Οι συγχωνεύσεις Πανεπιστημίων - ΤΕΙ αποτελούν εργαλείο στο πλαίσιο αστικού εκσυγχρονισμού της Ανώτατης Εκπαίδευσης και δεν υλοποιούνται πάντα με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια. Το παράδειγμα του σχεδίου «Αθηνά» επαναλαμβάνεται με άλλους δρώντες αυτή τη φορά. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι τα Τμήματα τα οποία διένυσαν μακρά πορεία ωρίμανσης και επομένως δικαιούνται την αναβάθμισή τους σε πανεπιστημιακά, δεν αποτελούν την πλειοψηφία όσων εντάσσονται στα νέα Ιδρύματα και Σχολές υφιστάμενων Ιδρυμάτων (ΠΔΑ, Ιόνιο, Ιωαννίνων, ΕΚΠΑ, Διεθνές κ.ά.).

4. Βασική επιδίωξη όλων των προηγούμενων νόμων για την Παιδεία, αποτελούσε η ιδιωτικοποίηση πτυχών του δημόσιου πανεπιστημίου και η ενίσχυση την επιχειρηματικής - οικονομικής αυτόνομης δραστηριότητας του. Σε αυτή τη βάση, ο καινούριος νόμος συνεχίζει την πεπατημένη με μεταρρυθμίσεις που κατά γενική ομολογία πέρασαν στα «ψιλά».

Α. Αρχικά, ιδρύονται τα Περιφερειακά Συμβούλια Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας (ΠΣΕΚ), με στόχο τη σύνδεση των Προγραμμάτων Σπουδών και της οικονομικής δραστηριότητας του Πανεπιστημίου με την τοπικής κλίμακας οικονομική ανάπτυξη. Παρά την μακροσκελή περιγραφή, ο ρόλος τους δεν είναι σαφής, ενώ η θέσπισή τους θέτει εν αμφιβόλω το αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ. Τα ΑΕΙ δεν χρειάζονται υπερκείμενους ούτε διαμεσολαβητικούς θεσμούς για να επιτελέσουν το έργο τους και να αναπτυχθούν. Η διατήρηση όμως των Συμβούλιων Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας με τη συμμετοχή και του ΣΕΒ στο όνομα της στρατηγικής της ανάπτυξης των ΑΕΙ είναι εξαιρετικά προβληματική. Η προωθούμενη ολοκληρωτική οικονομική / διοικητική εξάρτηση του κάθε ΑΕΙ από το οικείο ΠΣΕΚ νομιμοποιεί με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τον τερματισμό της κρατικής χρηματοδότησης προς την Ανώτατη Εκπαίδευση, κάτι που συντελείται ήδη «σιωπηρά» και δίχως να προκύψει ανάγκη για σχετική συνταγματική μεταρρύθμιση.

Β. Παράλληλα αλλάζουν οι ρυθμίσεις για τους ΕΛΚΕ. Σκοπός του συγκεκριμένου άρθρου του νόμου είναι να δημιουργήσει έναν ΕΛΚΕ ο οποίος θα αντικαταστήσει την ανύπαρκτη κρατική ενίσχυση του Πανεπιστημίου. Ήδη από το έτος 2018 μέρος των αποθεματικών του ΕΛΚΕ μεταφέρονται στον Τακτικό Προϋπολογισμό (πρώην κρατική ενίσχυση) και το Πανεπιστήμιο πλέον αυτοχρηματοδοτείται. Η χρηματοδότηση των Τμημάτων γίνεται ανταποδοτικά (πόσα προσφέρεις - τόσα παίρνεις) και πλέον, όπως επιτάσσουν οι αγορές, τα τμήματα που προσφέρουν αξίες, αρχές και δημιουργούν σκεπτόμενους ανθρώπους, αλλά δεν αντιπροσωπεύουν τις ανάγκες της αγοράς, οδηγούνται σε κλείσιμο. Με την μείωση του τακτικού προϋπολογισμού, το πανεπιστήμιο ιδιωτικοποιείται συνολικά και γίνεται υποχείριο ενός ιδιωτικοοικονομικού ΕΛΚΕ.

Γ. Τέλος, δημιουργούνται για πρώτη φορά δομές 2ετούς κατάρτισης εντός των ΑΕΙ, δομές οι οποίες είναι ελκυστικές (λόγω αξιοποίησης υποδομών και διδασκόντων ΑΕΙ), σύντομης διάρκειας και παρέχουν τίτλο σπουδών επιπέδου 5 κατά το Εθνικό και Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Προσόντων. Το υπουργείο Παιδείας, σύμφωνα με εξαγγελίες του, στοχεύει στη γενικευμένη εφαρμογή αυτών των δομών, υλοποιώντας την πολυπόθητη «σύνδεση των ΑΕΙ με την κοινωνία» - δηλαδή, τις επιχειρήσεις.
Η κατά το θατσερικό μοντέλο «οικονομική αυτοτέλεια» των ΑΕΙ πραγματοποιείται λοιπόν οξύμωρα με τη συνεχώς μειούμενη κρατική χρηματοδότηση, χωρίς να είναι απαραίτητη η απαλοιφή του δημόσιου χαρακτήρα των Ιδρυμάτων.

5. Πέραν όμως των παραπάνω πτυχών του νόμου, το βασικό εκείνο στοιχείο που συνεχίζει να χαρακτηρίζει την Εκπαίδευση σε όλη τη διάρκεια των χρόνων των μνημονίων, είναι εκείνο της υποχρηματοδότησης, η οποία έχει τεράστιο αντίκτυπο τόσο στη λειτουργία των Ιδρυμάτων όσο και στις εργασιακές σχέσεις στο εσωτερικό του. Η δραματική λιτότητα που υφίστανται τα Ιδρύματα καθιστά την παιδεία ακόμα πιο ταξική σε όλα τα πεδία και οδηγεί στον οικονομικό στραγγαλισμό τους, καθώς παρατηρείται ακόμη και αδυναμία διεκπεραίωσης των βασικών λειτουργικών τους αναγκών. Αυτό, σε συνδυασμό με την αποδοχή και εκ των πραγμάτων εδραίωση εργασιακών σχέσεων που βασίζονται σε ένα ολοένα και πιο μικρό ποσοστό μονίμων (καθηγητών και διοικητικών) και ένα ολοένα και διογκούμενο αριθμό συμβασιούχων (συμβασιούχοι παντού, π.χ. για τη φύλαξη, με μισθούς και καθεστώς εκτός ελέγχου αιρετών οργάνων) συνιστούν τη ζοφερή διάσταση του μνημονίου στην παιδεία. Κι έτσι, τα όποια θετικά σε σύγκριση με ΠΑΣΟΚ-ΝΔ στο ιδεολογικό επίπεδο εγχειρήματα, δεν μπορούν να υπερβούν τις παραπάνω δυο πραγματικότητες, οι οποίες επενεργούν με δραματικό τρόπο σε όλες τις πτυχές του Πανεπιστημίου. Η λιτότητα και η κατάργηση των μόνιμων θέσεων θα διαλύσουν την παιδεία, όσο κι αν οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ άλλαξαν τη ρητορική και νομοθεσία ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, κι όσο κι αν προσπαθούν με ανακύκλωση κυρίως πόρων να παράξουν μια εικόνα δυνατότητας αποφυγής των οδυνηρών συνεπειών των μνημονίων.

Κλείνοντας, όπως έχουμε πολλές φορές επισημάνει, τα μνημόνια δεν αποτέλεσαν απλά μία "λάθος συνταγή" η οποία οδηγεί στην διάλυση του κοινωνικού ιστού, αλλά μία συνειδητή επιλογή του αστικού μπλοκ, μία ανάγκη για το ξεπέρασμα της κρίσης προς όφελος των από πάνω με σκοπό τη δημιουργία ενός νέου σημείου ισορροπίας μεταξύ των δυνάμεων της εργασίας και του κεφαλαίου με συντριπτική προφανώς υπερίσχυση του δευτέρου. Αντίστοιχα στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η πολιτική της υποχρηματοδότησης και της υποβάθμισης της δημόσιας και δωρεάν παιδείας επιδιώκει να αναδείξει, μπροστά στον κίνδυνο της συνολικής διάλυσης των πανεπιστημίων, την ιδιωτικοποίηση και μετατροπή της σε πεδίο κερδοφορίας, ως τη μόνη εφικτή και λογική λύση.