Επικαιρότητα

Πρωθυπουργικές εξαγγελίες ΔΕΘ: Μεταξύ ρεαλιστικού κυνισμού και υπερσυντηρητικής φαντασιοπληξίας

16/09/2018

Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση

Ενώ επισήμως είμαστε εκτός μνημονίων και άρα η οικονομία της χώρας σταθμίζεται και αξιολογείται κάθε στιγμή από τις περίφημες αγορές – που βεβαίως δεν μοιάζουν καθόλου με “αγορές – ανατολίτικα παζάρια” αφού συνιστούν πραγματικά πολιτικά κέντρα χρηματικής εξουσίας – η μεν κυβέρνηση προσποιείται ότι έχει αποκτήσει αρκετούς «βαθμούς ελευθερίας» άσκησης οικονομικής πολιτικής και θέλει να το αποδείξει, η δε αντιπολίτευση θεωρεί ότι μπορεί να πειραματιστεί με πειράματα από τα σκοτεινά υπόγεια των δικτατοριών της δεκαετίας του '70.

Αυτές τις ημέρες λοιπόν το επιτελείο των Τσακαλώτου – Χουλιαράκη κατέθεσε πρόταση στους θεσμούς – επιδεικνύοντας προφανώς πνεύμα savoir vivre που συναντάται μόνο στον “πυρήνα του ευρώ” και όχι λειτουργώντας υπό την πίεση κάποιας ευρωπαϊκής ελίτ, αφού πλέον είμαστε ελεύθεροι να καθορίζουμε την οικονομική μας πολιτική – ακύρωσης της νομοθετημένης από το 2017 μείωσης, έως και 18%, των παλιών συντάξεων για το 2019.

Βέβαια, ένα χρόνο πριν η κυβέρνηση και ο κυβερνητικός της εκπρόσωπος Δ. Τζανακόπουλος δήλωναν, σε υψηλούς τόνους μάλιστα, ότι η συμφωνία του 3ου μνημονίου προβλέπει περικοπές αλλά και για πρώτη φορά ισχυρά αντίμετρα. Οι περικοπές των συντάξεων και το νέο χαμηλότερο αφορολόγητο θα προσέφεραν, υποτίθεται, έναν άνετο «δημοσιονομικό χώρο» για αντίμετρα. Τώρα έρχονται και μας λένε πως ο ίδιος ο εξασφαλισμένος δημοσιονομικός χώρος (τα υπερπλεονάσματα) που δημιουργούν οι περικοπές των συντάξεων και το χαμηλότερο αφορολόγητο θα καταστήσει δημοσιονομικά εφικτή την μη περικοπή των συντάξεων! Είναι λίγο ακατανόητα αυτά τα οικονομικά αλλά μάλλον φταίει ο επικοινωνιακός κώδικας που χρησιμοποιείται γιατί στην πραγματικότητα όλα αυτά σημαίνουν ότι “σας λέγαμε βλακείες για τα αντίμετρα ένα χρόνο πριν: το θέμα τώρα είναι να περισωθούν κάπως οι παλιές συντάξεις με ελαχιστοποίηση του δημοσιονομικού χώρου και τα αντίμετρα τα βλέπουμε σε βάθος τετραετίας”.

Όταν όμως ελαχιστοποιείται ο δημοσιονομικός χώρος τότε όλη η υπόλοιπη φορολογική παροχολογία είναι για τα εκθετήρια της ΔΕΘ και μόνο. Η Κυβέρνηση χρησιμοποιεί αποκλειστικά και μόνο το επιχείρημα του δημοσιονομικού χώρου προκειμένου να υποσχεθεί πράγματα που ακυρώνουν μερικώς ή και ολοσχερώς τη δημιουργία του δημοσιονομικού χώρου που επικαλείται. Τρανταχτό παράδειγμα αυτού του παραλογισμού είναι πως ενώ ένα χρόνο πριν είχαν υποσχεθεί κάποιες φοροαπαλλαγές με την μορφή των αντίμετρων, τώρα στη ΔΕΘ, υπόσχονται εκ νέου φοροαπαλλαγές αλλά σαφώς μικρότερης έκτασης από αυτές των αντίμετρων ένα χρόνο πριν. Πολλές από τις φοροαπαλλαγές των αντίμετρων ήταν άμεσες και άρα μεγαλύτερου αντίκτυπου ενώ αυτές της ΔΕΘ είναι σταδιακές άρα το αποτέλεσμα τους εκτείνεται σε μια μεγάλη χρονική περίοδο, χωρίς καμία αναπτυξιακή επενέργεια. Το βασικό όμως είναι πως με τη μείωση του αφορολόγητου (που, όπως όλα δείχνουν, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, αφού η Κυβέρνηση φρόντισε να μεταθέσει την εφαρμογή της πέρα από τα όρια της σημερινής κυβερνητικής θητείας…) όλα τα μικρομεσαία εισοδήματα από μισθούς και συντάξεις θα χάσουν έως και 600 ευρώ τον χρόνο, ενώ με τις εξαγγελίες της ΔΕΘ 1 εκ. μικροϊδιοκτήτες θα κερδίσουν από 25 μέχρι και 50 ευρώ, το πολύ, από κάποια μείωση του ΕΝΦΙΑ. Χονδρικά μιλώντας, η Κυβέρνηση στη ΔΕΘ πήρε πίσω περσινές φορολογικές και άλλες υποσχέσεις των 700 εκ ευρώ και πλέον και τις αντικατέστησε με τωρινές υποσχέσεις «παροχών» των 100 – 200 εκ ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, επειδή οι όποιες εξαγγελλόμενες ελαφρύνσεις πρέπει να βλέπονται σε συνδυασμό με τις ήδη νομοθετημένες περικοπές, δικαιούμαστε να μιλάμε όχι για κάποια σοσιαλδημοκρατικού τύπου «ανακατανομή του πλούτου» αλλά για τη συνέχιση της γνωστής πολιτικής της ανακατανομής της φτώχειας, στο εσωτερικό του κόσμου της εργασίας. Μάλιστα, στην περίπτωση αυτή, με την εφαρμογή της περικοπής του αφορολόγητου έχουμε μια «αντίστροφη ανακατανομή», που πλήττει κάποιους από τους οικονομικά ασθενέστερους και ανακουφίζει κάποιους από τους λιγότερο πληβειοποιημένους.

Ενδεικτική των χαμηλότερων προσδοκιών που καλλιεργούν οι πρωθυπουργικές εξαγγελίες σε σχέση με αυτές των ανεπίσημων «διαρροών», είναι το ότι οι φημολογούμενες προσλήψεις 15 – 20 χιλιάδων εκπαιδευτικών για την πλήρωση κρίσιμων κενών στα σχολεία σε βάθος τριετίας συρρικνώθηκαν τελικά σε μόλις 4,5 χιλιάδες μόνο για το 2019 και μόνο στην ειδική αγωγή.

Αξίζει όμως να σταθούμε λίγο περισσότερο στις συντάξεις. Φαίνεται λοιπόν πως αυτή τη φορά στα κυβερνητικά επιτελεία επικράτησε η «ώριμη» σκέψη “καλύτερα να περισώσουμε κάπως τις συντάξεις παρά να μιλάμε για ασαφή αντίμετρα: έτσι θα δείξουμε ότι έχουμε και ανεξάρτητη οικονομική πολιτική”. Και βέβαια, οι Ευρωπαίοι, (Ιταλοί, Γάλλοι, Γερμανοί πολιτικοί, εκπρόσωποι μεγάλων συνταξιοδοτικών ταμείων) είδαν επίσης το πρόβλημα: Αν στην Ελλάδα περικοπούν οι συντάξεις ως διαρθρωτικό μέτρο, τότε πολύ σύντομα οι περικοπές θα αγγίξουν και τις άλλες χώρες της ΕΕ που αντιμετωπίζουν προβλήματα χρέους και μεγάλου δημόσιου τομέα. Αν όμως οι μειώσεις των συντάξεων θεωρηθούν δημοσιονομικό μέτρο θα αφορά μόνο την Ελλάδα και θα εφαρμόζεται κάθε φορά που κινδυνεύει ο δημοσιονομικός στόχος. Αυτό σημαίνει ότι αν τα ψηφισμένα μέτρα ανασταλούν και δεν εφαρμοστούν από το 2019, ο μεν Τσίπρας θα ισχυρίζεται ότι έχει αρχίσει η πορεία αντιστροφής των μέτρων λιτότητας, οι παλιοί συνταξιούχοι θα έχουν προσωρινά γλυτώσει από μια μείωση έως και 18%, αλλά το σύνολο των τωρινών συνταξιούχων και των μελλοντικών δικαιούχων θα είναι πολιτικά όμηροι των επόμενων κυβερνήσεων και των διακυμάνσεων των φορολογικών εσόδων και των ασφαλιστικών εισφορών. Η ασφάλιση από κοινωνικό σύστημα αναδιανομής που στηρίζεται στην αλληλεγγύη των γενεών μετατρέπεται σε “παροχή” και φιλανθρωπία της κάθε κυβέρνησης που θέλει να βγάλει τον εκλογικό κύκλο με εκλογοπελατειακά κέρδη. Στη ΔΕΘ, ο Πρωθυπουργός ουσιαστικά παραδέχθηκε ότι ελπίζει στον σύντομο κύκλο ζωής των άνω των 70 ετών για την εξομάλυνση των ασφαλιστικών παροχών μεταξύ των δυο κατηγοριών συνταξιούχων (πριν και μετά τον νόμο Κατρούγκαλου) αναδεικνύοντας, άθελα του, μια δομική αντίφαση της μεταβατικής φάσης που χαρακτηρίζει όχι μόνο την παρούσα, αλλά κάθε ασφαλιστική μεταρρύθμιση, στη διάρκεια της οποίας, οι παλιοί συνταξιούχοι ή θα πληγούν λαμβάνοντας και αυτοί, από τώρα, ό,τι και οι μελλοντικοί συνταξιούχοι, ή θα “διασωθούν” με κάποιο τρόπο, με ένα δημοσιονομικό κόστος που κάπως πρέπει να γίνει αποδεκτό.

Ενώ οι δανειστές (κυρίως ΔΝΤ και ΕSM) ζητούν από τώρα την εξομοίωση των ασφαλιστικών παροχών σε όλους τους συνταξιούχους, η κυβέρνηση ζητά την ακύρωση του νόμου Κατρούγκαλου, μόνο για τους παλιούς συνταξιούχους, επειδή αυτό είναι ένα δημοσιονομικό κόστος που θα εκλείψει σε λίγα χρόνια και οι κατηγορίες των συνταξιούχων θα εξομοιωθούν με ομαλό και φυσιολογικό τρόπο. Φυσιολογικά λοιπόν και με την πάροδο ενός σύντομου χρονικού διαστήματος, θα οδηγηθούμε στη μετατροπή του ασφαλιστικού συστήματος σε “παροχολογία” της στιγμής και σε φιλανθρωπικό δίχτυ έσχατης ανάγκης. Ο Φέσσας του ΣΕΒ το είπε ξεκάθαρα: Αν κάποιοι δεν τα βγάζουν πέρα μια χρονιά θα τους βοηθάμε με ένα έκτακτο επίδομα και ανάλογα με τις δημοσιονομικές δυνατότητες. Απλά ο Φέσσας το θέλει να ισχύει από φέτος, ενώ ο πρωθυπουργός εκτιμά ότι μπορεί να προσφέρει λίγα χρόνια μεταβατικού διαστήματος. Το γεγονός ότι η Κυβέρνηση, επενδύοντας το «φιλολαϊκό» της προφίλ σχεδόν αποκλειστικά στο σενάριο της μη περικοπής των παλαιών συντάξεων, τροφοδοτεί μια ακόμα μορφή κοινωνικού αυτοματισμού, φέρνοντας σε αντιπαράθεση τη σημερινή με την αυριανή γενιά συνταξιούχων, είναι μια ακόμα, και όχι η λιγότερο ασήμαντη πλευρά αυτής της πολιτικής.

Μέχρι να φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο της πολιτικής ομηρίας των “περιττών” πληθυσμών μαζί με την κατάργηση της κοινωνικής ασφάλισης, ως έννοιας και ως περιεχομένου, έχουν συμβεί βέβαια σημεία και τέρατα από την παρούσα κυβέρνηση και τον περιβόητο νόμο Κατρούγκαλου που τώρα θέλουν να τον ακυρώσουν μερικώς. Συγκεκριμένα: Έχει καταργηθεί κάθε έννοια ανταποδοτικότητας στο συνταξιοδοτικό σύστημα με συνέπεια φαντασιόπληκτες υπερσυντηρητικές ιδέες περί ατομικού κουμπαρά για τα γεράματα, να μπορούν να ξεστομίζονται ως φοβερά και τρομερά κοστολογημένα πολιτικά προγράμματα από την ΝΔ και τον υπόλοιπο ακροδεξιο-νεοφιλελεύθερο εσμό. Έχει διαλυθεί κάθε επικουρικότητα στην ανταποδοτική σύνταξη. Έχουν εξαφανιστεί 200 χιλ επικουρικές συντάξεις για να εξασφαλιστεί η ρήτρα μηδενικού ελλείμματος των ταμείων. Έχει παραβιαστεί ο ίδιος ο νόμος Κατρούγκαλου κατά τον υπολογισμό του μέσου μισθού, τη βάση δηλαδή της ανταποδοτικής σύνταξης, με τον συνυπολογισμό και των πλαστών ετών ασφάλισης προκειμένου να μεγαλώνει ο διαιρέτης και να μικραίνει ο μέσος μισθός και η ανταπόδοση. Έχει καθυστερήσει αδικαιολόγητα η καταβολή χιλιάδων συντάξεων κανονικών και προσωρινών, κλπ κλπ.

Με όλα τα παραπάνω, μεσαίες και κατώτερες τάξεις οδηγούνται στη διαρκή και μόνιμη φτωχοποίηση. Οικονομικά φτωχοποιούμαστε, κοινωνικά γινόμαστε περιττοί, πολιτικά εγκλωβιζόμαστε σε έναν φαύλο κύκλο ρεαλιστικού κυνισμού και υπερσυντηρητικής φαντασιοπληξίας. Αν πιάσουμε τους δημοσιονομικούς στόχους, λέει ο πρωθυπουργός, οι συντάξεις δεν θα κοπούν. Είναι απολογητής της δημοσιονομικής πειθάρχησης όλου του πληθυσμού και ταυτόχρονα κυνικός ρεαλιστής. Από την άλλη, η αντιπολίτευση είναι έτοιμη να εξαπολύσει νέο πόλεμο εναντίων των φτωχών για να εξασφαλίσει φοροαπαλλαγές και άλλες εξοικονομήσεις πόρων στο κεφάλαιο ώστε αυτό με την σειρά του να φέρει την ανάπτυξη του 4%. Τα όπλα για να διεξάγει τον πόλεμο αυτό τα έχει: Τα έχει προσφέρει ο κυνισμός της παρούσας κυβέρνησης. Αυτή η αλληλοτροφοδότηση κυνισμού και υπερσυντηρητικής ρητορικής πρέπει να σπάσει. Αυτό είναι το πολιτικό επίδικο για την επόμενη περίοδο. Το ερώτημα είναι αν εμείς “οι από δω” διαθέτουμε τα πολιτικά μέσα να το αντιμετωπίσουμε.

Σεπτέμβριος 2018