Επικαιρότητα

Πολιτική Απόφαση της 7ης Πανελλαδικής Ολομέλειας της ΑΡΚ 2. Το κομματικό και πολιτικό σύστημα μετά από 8 χρόνια μνημονίων

01/06/2018

Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση

Η 7η Πανελλαδική Ολομέλεια της Αριστερής Ριζοσπαστικής Κίνησης πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 21 Απριλίου 2018 με θέμα την εκτίμηση της πολιτικο-οικονομικής συγκυρίας στην πορεία προς την «έξοδο από τα μνημόνια», την ανάλυση του σημερινού πολιτικο-κομματικού συστήματος μετά από μια τριετή «αριστερή» διαχείριση, και τέλος μια αποτίμηση των βασικών διακυβευμάτων που αναδύονται από τον ελληνο-τουρκικό ανταγωνισμό στο Αιγαίο και τις διεθνείς γεωπολιτικές συγκρούσεις στην περιοχή της Μέσης Ανατολής με επίκεντρο τη Συρία. Η Ολομέλεια κατέληξε σε Πολιτική Απόφαση αρθρωμένη σε τρεις αντίστοιχες ενότητες. Παρουσιάζουμε εδώ τη δεύτερη ενότητα, που αναλύει τις συνέπειες που είχε η οκτάχρονη πολιτική των μνημονίων και της λιτότητας στο κομματικό και πολιτικό σύστημα της χώρας.


2. ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΚΟΜΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ 8 ΧΡΟΝΙΑ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ ΚΑΙ ΛΙΤΟΤΗΤΑΣ


Ως οργάνωση έχουμε ήδη κάνει αρκετές συζητήσεις και έχουμε συμμετάσχει σε εκδηλώσεις με θέμα τις μεταμορφώσεις αυτές αλλά έχουμε πάρει και κάποιες προκαταρκτικές αποφάσεις σε πανελλαδικές συνελεύσεις. (Υπενθυμίζουμε τις βασικές με αυτό το θέμα: Εκδήλωση – εσωτερική συζήτηση για τον πολιτικό φορέα της αριστεράς με την οργάνωση «Ξεκίνημα», εκδήλωση - συζήτηση για το εργατικό δίκαιο και την σχέση του μνημονίου με το πολιτικό σύστημα, και φυσικά, την τελευταία εκδήλωση με τον πολιτικό αναλυτή και δημοσκόπο Γ. Μαυρή που συνδιοργανώσαμε ως yabasta με άλλα blogs).

Ας δουμε όμως πρώτα που βρισκόμαστε ως προς το κομματικό σύστημα και ποιές είναι οι σημερινές κομματικές δυνάμεις και σε ποιά κατασταση. Στη συνέχεια θα προχωρήσουμε στις βασικές πολιτικές αλλαγές που έχει ενισχύσει το μνημόνιο ή εχει προκαλέσει εξ ολοκλήρου.

2.1 Το κομματικό σύστημα 1990 – 2018 και η σημερινή κομματική ισορροπία

Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από τη σύγκλιση των κομμάτων διακυβέρνησης και από την αδυναμία των υπόλοιπων κομμάτων να εκμεταλλευτούν το πολιτικό κενό της σχέσης εκπροσώπησης που αφήνει η μετακίνηση του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ προς το νεοφιλελεύθερο μεσαίο χώρο. Οι λόγοι που οδήγησαν στην αλλαγή της μορφής του δικομματισμού είναι χονδρικά τρεις: α) η προγραμματική και ιδεολογική σύγκλιση των δύο κομμάτων εξουσίας β) η ρευστοποίηση της εκλογικής βάσης των δύο κομμάτων και η αλληλοδιείσδυση του ενός κόμματος στο άλλο και γ) ο λειτουργικός και οργανωτικός μετασχηματισμός τους σε «κόμματα του κράτους», με την έννοια ότι οι βασικοί πόροι που χρησιμοποιούν για να επιβιώσουν και να αναπαραχθούν πολιτικά προέρχονται από το κράτος και από την εκμετάλλευση καίριων θέσεων εντός του κράτους και όχι από τα μέλη και τη βάση του κόμματος.

Στο παραπάνω πλαίσιο η εναλλαγή των δυο κομμάτων εξουσίας στη διακυβέρνηση γίνεται όταν οι εφαρμοζόμενες πολιτικές προσκρούουν σε προβλήματα υλοποίησης και σε μη διαχειρίσιμες μορφές δυσαρέσκειας ή σε όξυνση των εσωτερικών αντιφασεων των κομμάτων. Τότε, αναλαμβάνει το άλλο κόμμα να εκτονώσει τις αντιφάσεις.

Η περίοδος της ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού ενίσχυσε περαιτέρω αυτή την τάση του διακομματικού κρατικού κόμματος. Μετά το 2000, τα δύο κόμματα εξουσίας χρησιμοποιούνται ως ασπίδα προστασίας του κράτους από την έκφραση των λαικών συμφερόντων. Η περίοδος αυτή ταυτίζεται με την ανάπτυξη και κυριαρχία του πολιτικού κυνισμού (Ο πολιτικός κυνισμός είναι η σταδιακή εγκατάλειψη κάθε λαικού αιτήματος μέχρι το σημείο του Moral Hazard, δηλαδή μέχρι το σημείο όπου κάθε λαϊκό αίτημα είναι ύποπτο και ηθικά επιλήψημο). Από το 2004 ο δικομματισμός αυτού του είδους αρχίζει και φθίνει και απαξιώνεται σταδιακά η ηθική του βάση, ωστόσο νομιμοποιείται, όχι ως φορέας διακριτών και αντιθετικών προγραμμάτων και εκπροσωπούμενων συμφερόντων, αλλά ως ατομική επιλογή και ένδειξη πολιτικού ρεαλισμού στη βάση μικροατομικών οφελών.

Η περίοδος που άνοιξε μετά τις εκλογές του 2009 συνιστά μια εντελώς νέα περίοδο για τα πολιτικά πράγματα της χώρας. Ο μεταπολιτευτικός δικομματισμός ΠΑΣΟΚ – ΝΔ δεν υφίσταται πλέον. Έχει σταθεροποιηθεί η παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ με έναν σκληρό πυρήνα 15% (μέσος όρος όλης της περιόδου), που με τα «διλήμματα» των εκάστοτε βουλευτικών εκλογών αλλά και τα «κοινωνικά μπλόκα» που μετασχηματίζονται κερδίζει επιπλέον 10 μονάδες.

Τα ποσοστά της εκλογικής αποχής, της λευκής και άκυρης ψήφου ανεβαίνουν. Ο σκληρός πυρήνας του «νέου δικομματισμού» (ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ) δεν ξεπερνά το 50% του εκλογικού σώματος (ισχυρή κομματική ταύτιση) και ο διερυμένος κομματικός χώρος του δικομματισμού φτάνει το 60%. Στην ουσία μιλάμε για έναν νέο πολυπολικό – πολυκομματισμό, με τον σχηματισμό τεσσάρων, ίσως και πέντε πόλων: Ο σχετικά νέος πόλος του ΣΥΡΙΖΑ, της ΝΔ, της Κεντροαριστεράς (με ένα σύνολο ασταθών κομματικών μορφών), της Ακροδεξιάς (με πιο ισχυρή και σταθερή μορφή αυτήν της ΧΑ) και δυνητικά του ΚΚΕ.

Μετά τις διπλές εκλογές του 2015 ο νέος δικομματισμός (ΝΔ/ΣΥΡΙΖΑ) δείχνει να παγιώνεται, σε επίπεδα του 60% και άνω. Η ΝΔ, ενώ ανέκαμψε σημαντικά, ύστερα από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, προσεγγίζοντας εκ νέου τα επίπεδα επιρροής του 2007 (43% το καλοκαίρι του 2017), δεν κατόρθωσε ωστόσο να συγκρατηθεί σε αυτά τα επίπεδα, ευρισκόμενη τον Ιανουάριο του 2018 ξανά στα επίπεδα των αρχών του 2016 (37%). Η ΝΔ είναι ενα αστικό κόμμα που ρέπει προς την ακροδεξιά, δεν έχει ιδεολογικό στίγμα και δεν έχει πολιτική στρατηγική, εξου και η πτώση της λόγω πολιτικής κόπωσης. Δηλώνει ότι το πολιτικο οικονομικό προγραμμα της είναι φιλελεύθερο αλλά θα διχειριστεί και αυτό την εισπρακτική – καμεραλιστική πολιτική των μνημονίων. Πιο πολλά μέτωπα έχει με την φαντασιακή έννοια «Εξάρχεια» παρά με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή, το πρόγραμμα των μνημονίων. Η γενικότερη κατασταση της ΝΔ δεν εμπνέει εμπιστοσύνη στις ταξικές ελιτ παρότι είναι πολύ κοντά στην αυτοδυναμία.

Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ, έπειτα από τη ραγδαία φθορά του, μέχρι το πρώτο εξάμηνο του 2016, σταθεροποιήθηκε σε επίπεδα της τάξης του 18%-20%. Παράλληλα, αρκετά από τα κόμματα που δημιουργήθηκαν ή αναδείχθηκαν κατά τη μνημονιακή περίοδο (ΔΗΜΑΡ, ΑΝΕΛ, Ποτάμι) ήδη απορροφήθηκαν ή φθίνουν διαρκώς, ενώ η επιρροή της ΧΑ εμφανίζει προς το παρόν στασιμότητα.

Για το Κίνημα Αλλαγής: Από την γενική εικόνα της εκλογικής επιρροής του, προκύπτει σήμερα καθαρά ότι το νέο κομματικό μόρφωμα που προέκυψε ως προϊόν ανασύνθεσης και μετεξέλιξης στο χώρο της Κεντροαριστεράς εμφανίζεται ως ο επικρατέστερος μνηστήρας για την τρίτη θέση στον εκλογικό ανταγωνισμό (13%).

Εκείνο που είναι εντυπωσιακό είναι η εξαφάνιση από το φάσμα του 3% κάθε μορφής αντιμνημονιακής αριστεράς ή αντιμνημονιακού κέντρου, παρότι η κοινωνία ανέχεται αλλά δεν συμφωνεί με το μνημόνιο. Εν μέρει αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι η ηγεσία αυτου του χώρου (στον οποίο ανήκουμε και εμείς) έχει κλείσει τον ιστορικό της κύκλο, καθώς αποτελεί τμήμα ενός φθαρμένου πολιτικού μοντέλου το οποίο αποστερημένο από τα μέσα που μια εξουσία μπορεί να του προσφέρει για την αναπαραγωγή του δεν παρουσιάζει πλέον καμία δυναμική. Φαίνεται λοιπόν πως η έλλειψη αποδοχής για το μνημόνιο συμπίπτει με την μη αποδοχή του σημερινού αντιμνημονιακού αγώνα. Τι να σημαίνει αραγε το γεγονός ότι δεν εμπιστευόμαστε το μνημόνιο αλλά ουτε και αυτούς που δηλώνουν ότι το αντιπαλεύουν; Αξίζει να ανοίξουμε τη σχετική συζήτηση...

Το ΚΚΕ – που τοποθετεί τον ευατό του πέραν των αντιμνημονιακών δυνάμεων - δεν έχει καποια ιδιαίτερη δυναμική και προσδοκά περιορισμένα εκλογικά κέρδη περί το 7 – 9%. Το παράδοξο είναι οτι ως κυρίαρχος «αριστερός» σχηματισμός παραμένει ο μνημονιακός και νεοφιλελευθερος ΣΥΡΙΖΑ, έστω και τυπικά. Η στρατηγική ήττα της αριστεράς και του κοινωνικού κινήματος και η γραφικότητα των πολιτικών φορέων της ριζοσπαστικής και επαναστατικής αριστεράς εξηγούν εν μέρει το φαινόμενο. Εκτιμάμε ότι οι μετασχηματισμοί του κράτους κατα την εποχή του μνημονίου εξηγούν καλύτερα την ανθεκτικότητα του ΣΥΡΙΖΑ όπως και την μη αποδοχή κάθε αντιμνημονιακής εκδοχής.

2.2 Μετασχηματισμοί στο θεσμικό οικοδόμημα, το πολιτικό σύστημα και το κράτος

Το σύγχρονο κράτος και μάλιστα το κράτος μέλος της ΕΕ έχει θεσμοποιήσει πλήρως τον νεοφιλελευθερισμό, έχει δηλαδή ενσωματώσει τις νεοφιλελεύθερες αρχές, ως αρχές οργάνωσης όλης της κοινωνίας και της οικονομίας. Έτσι, σε επίπεδο ΕΕ, δεν κυριαρχεί ο φαντασιακός νεοφιλελευθερισμός των αγορών και του ελάχιστου κράτους, ούτε ο ευέλικτος αγγλοσαξονικός νεοφιλελευθερισμός του έθνους, αλλά ο ρυθμιστικός νεοφιλελευθερισμός, ο ορντοφιλελευθερισμός της Γερμανίας και των βόρειων χωρών. Σύμφωνα με αυτόν, το θεωρητικό βέλτιστο σημείο λειτουργίας των αγορών δεν επιτυγχάνεται με αυθόρμητο τρόπο αλλά με συγκεκριμένο θεσμικό τρόπο και με απαραίτητη την εμπλοκή του κράτους στην επιβολή μιας σειράς πειθαρχιών. Πάντως, για αποφυγή παρεξηγήσεων ο ορντοφιλελευθερισμός δεν θα πρέπει να ταυτιστεί με τον επικοινωνιακούς όρους «Γερμανοποίηση» η «Μερκελοποίηση» της Ευρώπης. Ο Ορντοφιλελευθερισμός είναι ευρωπαϊκό ιδίωμα νεοφιλελευθερισμού και όχι απλά Γερμανικό.

Οι πολιτικές αυστηρής λιτότητας στην ΕΕ δεν είναι μόνο αποτέλεσμα ιδεολογικών αγκυλώσεων ή σχολών οικονομικής σκέψης αλλά και κρατικών μετασχηματισμών, γιαυτό και δεν μπορούν να αναιρεθούν εύκολα παρότι οι κυβερνήσεις αλλάζουν και οι κομματικοί σχηματισμοί εναλλάσονται.

Στην Ελλάδα τώρα παρατηρούνται οι εξής καθαρά εμπειρικές διαπιστώσεις: (Σημειώνουμε παρενθετικά το γεγονός ότι η πολιτική θεωρία σχεδόν έχει σιγήσει)

1. Παρά τα όσα λέγονται περί αγορών, αυτήν τη στιγμή επικρατεί ο κεντρικός σχεδιασμός όλων των χρηματοροών. Οι βασικές υπηρεσίες αρμόδιες για τα φορολογικά έσοδα έχουν περάσει στον έλεγχο των «θεσμών», οι εμπορικές τράπεζες έχουν περάσει στον έλεγχο της ΕΚΤ, οι εμπορικές τράπεζες, τόσο με τις εξυπηρετούμενες δανειοδοτήσεις, όσο και με τις μη εξυπηρετούμενες, ελέγχουν όλο σχεδόν τον ιδιωτικό τομέα, το ΠΔΕ κατά το ήμισυ και πλέον έχει ενταχθεί στους ισολογισμούς της ΕτΕ. Οι ανεξάρτητες αρχές ελέγχουν τα βασικά παρεχόμενα δημόσια αγαθά και όλη η δημόσια περιουσία έχει συγκεντρωθεί σε ένα υπερταμείο. Τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν ενοποιηθεί σε 1 – 2 βασικά ταμεία και λειτουργούν με κόφτη δαπανών. Οι ιατρικές και νοσοκομειακές δαπάνες ελέγχονται με ανώτατα πλαφόν και clawback συστήματα, τα κοινωνικά επιδόματα καταργούνται και μετατρέπονται σε ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα κλπ. Αν αυτό το πλέγμα ελέγχων και συγκεντροποιημένων θεσμών δεν είναι κεντρικός σχεδιασμός τότε τι είναι κεντρικός σχεδιασμός;

2. Στο επίπεδο των κεντρικών πολιτικών μηχανισμών επιδιώκεται μια αναβάθμιση του ολιγοπωλιακού συστήματος των κομμάτων καρτέλ, μέσω της ισχυροποίησης της εκτελεστικής εξουσίας. Οι προσπάθειες για κυβερνήσεις εθνικής ομοψυχίας, οι προσπάθειες για δεσμεύσεις που να αλυσοδένουν τις αντιπολιτεύσεις, η απαξίωση της βουλής και όλων ανεξαιρέτως των κομμάτων, η ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών είναι το άλλο όνομα μιας γενικής επιχείρησης κατάργησης του πολιτικού ανταγωνισμού και της εξαφάνισης των λαϊκών μορφών πολιτικής πάλης αλλά και η ματαίωση (όχι τυπική κατάργηση) των κοινωνικών διακιωμάτων. Ματαίωση στην πράξη δεν είναι η τυπική κατάργηση αλλά η αίσθηση ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει στο πρακτικό επίπεδο. Κλασικό παράδειγμα το δικαίωμα στη στέγη και την κοινωνική κατοικία: Δεν απαγορεύεται, αλλά στη πραγματικότητα δεν μπορείς να το κατακτήσεις για δεκαετίες τώρα. Δεν μπορείς να ασκήσεις πρακτικά το δικαίωμα στη στέγη αλλά μπορείς να πραγματοποιήσεις κλειστές «δομές φιλοξενείας» - ενα βήμα πριν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Συνολικά, η τάση συνταγματοποίησης της διαρκούς λιτότητας και στην Ελλάδα αλλά και στην «καρδιά του κτήνους» μετά τις πολιτικές αναδιατάξεις, στην Γαλλία και Γερμανία και η κάμψη των ταξικών αντιστάσεων και σε αυτές τις χώρες μπορούν να καταστήσουν, στο μεσοπρόθεσμο διάστημα, ιδιότυπα παράνομο ακόμα και το κομμουνιστικό πρόταγμα στη γενική του διατύπωση. Ήδη έχει συμβεί σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και ενισχύεται τόσο από την ανοχή της ΕΕ αλλά και από την απαράδεκτη εξομοίωση Ναζισμού και Κομμουνισμού. Η ντε φάκτο συρρίκνωση του δημοκρατικού αντίλογου που με διάφορες μορφές και αντιφατικές ταχύτητες και αντιστροφές συντελείται εδώ και δυόμιση δεκαετίες είναι δυνατόν να μετατραπεί σε θεσμοθέτηση ορίων που θα θεωρούν εχθρούς του Έθνους όσες και όσους αμφισβητούν τη διαρκή υπερλιτότητα και ιδίως την μέσω αυτής ανανέωση της συνέχειας του εθνικού κορμού. Η σύζευξη αυτή διευκολύνει την κεφαλαιοκρατική εξουσία να παρουσιάσει τους στόχους της σαν στόχους του έθνους και να αποπειραθεί με φυγή προς τα εμπρός να ξεπεράσει την κρίση πολιτικής ηγεμονίας-το έλλειμμα πολιτικού σχεδίου που να πείθει ότι συμφέρει την κοινωνική πλειοψηφία.

3. Αναβάθμιση του βαθέως κράτους: Δυνάμεις καταστολής, Εκκλησία, κεντρικός γραφειοκρατικός μηχανισμός, Δικαιοσύνη. Ειδικά η τελευταία επιχειρεί την ανεξαρτησία της απέναντι στη Κυβέρνηση. Επιχειρεί την ανεξαρτησία της ως βαθύ κράτος από τον πολιτικό έλεγχο στην ουσία. Εχουν προηγηθεί η μετατροπή του εργατικού δικαίου σε εμπορικό δίκαιο και του ποινικού δικαίου από δίκαιο αποδείξεων σε δίκαιο ενδείξεων. Η υπερδραστηριότητα του βαθέος κράτους της δικαστικής εξουσίας, με συνεχείς διώξεις αναρχικών και ριζοσπαστών της αριστεράς, αλλά και όσων προσφύγων διεκδικούν δικαιώματα στοιχειώδους ύπαρξης συμπληρώνει, ενισχύει και επιταχύνει τις εξελίξεις με το κύρος της “απολιτικότητας” της δικαιοσύνης στη συνείδηση της πλειοψηφίας. Πρέπει να δοθεί προτεραιότητα (και να αντιπαλευτεί αποφασιστικά) στο ιδιαίτερα ενισχυόμενο φαινόμενο της αδιαμεσολάβητης κατάληψης / άσκησης εξουσίας - σε τοπικό αλλά και στο κεντρικό πολιτικό πεδίο - από Ολιγάρχες στην χώρα. Μια διαδικασία που συνοδεύεται από “μαφιόζικες” λειτουργίες (στρατοί μπράβων –“οπαδών”, ανάδειξη / εξαγορά “εκλεκτών” αυτοδιοικητικών αλλά και κοινοβουλευτικών / υπουργών, διάθεση τοπικών / περιφερειακών αλλά και κρατικών / κυβερνητικών θεσμών και υπηρεσιών στην απ’ ευθείας και χωρίς προσχήματα εξυπηρέτηση των στενών συμφερόντων του “αφεντικού”) οι οποίες φυσικά συνδυάζονται με την εντεινόμενη εκχώρηση / ιδιωτικοποίηση ολόκληρων τομέων της Δημόσιας σφαίρας (αγαθών, πλούτου, χώρου, λειτουργιών) στους μεγιστάνες.

4. Τα συνδικάτα στην ουσία έχουν καταργηθεί. Στα πιο δευτερογενή επίπεδα της πολιτειακής δομής, έχει επιτευχθεί η κατάργηση κάθε δευτερογενούς συλλογικότητας των εργαζομένων και η εγκαθίδρυση του οργανωτικού μονοπωλίου της επιχείρησης της ίδιας. Με αυτά τα δεδομένα και μόνο μπορεί να διαπιστωθεί η γενική λογική της συγκυρίας που διαπερνά το συλλογικό καπιταλιστή του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Πλουραλισμός στις πολιτικές μορφές έκφρασης (κρατική διοίκηση, αστικά κόμματα, ΜΜΕ, ΕΚΤ, Ε.Ε. ΣΕΒ, δικαιοσύνη ακόμα και οι ίδιες οι επιχειρήσεις) των αστικών συμφερόντων, δραστικός περιορισμός και απαξίωση των υπαρκτών μορφών οργάνωσης των λαϊκών στρωμάτων, άτυπη παρεμπόδιση της ανάπτυξης νέων μορφών πολιτικής δράσης.

5. Η ήττα του ΟΧΙ, η αποδοχή του δόγματος ΤΙΝΑ μετά το 2015 και η υποχώρηση των ταξικών αγώνων, απόρροια και της καθοριστικής έλλειψης στιβαρών οργανώσεων της κοινωνικής αριστεράς - συνδικάτων του κόσμου της εργασίας που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την συνθηκολόγηση της κυβέρνησης, έδωσαν και δίνουν ολοένα και περισσότερο χώρο στον εθνικισμό ως οργανωτική μορφή μιας πρωτογενούς αντίδρασης απέναντι στα δεινά της παγκοσμιοποίησης

6. Αν σε κάτι δρα αρνητικά και αποδιαρθρωτικά ο γενικευμένος νεοφιλελευθερισμός, δεν είναι τόσο στην επέκταση των αγορών, αλλά μάλλον στην κοινωνική αναπαραγωγή και ειδικότερα στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Ένας από τους στόχους των αλλεπάλληλων μνημονίων είναι αυτός ακριβώς: η μείωση των δαπανών κοινωνικής αναπαραγωγής. Εδώ, το κράτος πάλι έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Μπορεί οι επεκτεινόμενες αγορές να δρουν ενάντια στην κοινωνική αναπαραγωγή, όμως το κράτος είναι αυτό που αποφασίζει τον τρόπο με τον οποίο θα ρυθμιστούν, αφενός η ενίσχυση της γενικής κερδοφορίας και αφετέρου το επίπεδο της γενικής αναπαραγωγής. Τελικά, ποιος είπε ότι το κράτος γίνεται ανίσχυρο επειδή αντιμετωπίζει καταναγκασμούς;

7. Ας δούμε όμως και μια άλλη πτυχή των μνημονιακών πολιτικών. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτές ενισχύουν, κυρίως, τις αγορές εις βάρος της κοινωνίας όπως συνήθως λέγεται. Η υπόθεση που εδώ γίνεται είναι ότι αυτό που ενισχύεται, κυρίως έναντι της κοινωνίας και πιο συγκεκριμένα ενός τμήματος της κοινωνίας, είναι η ιδιοκτησία και όχι γενικώς οι αγορές. Ακόμα και το ευρύ σχέδιο ιδιωτικοποιήσεων των μνημονίων δεν είναι μόνο ένα πρόγραμμα ξεπουλήματος του εθνικού πλούτου σε ξένα κέντρα, αλλά και ένα πρόγραμμα ενίσχυσης της ιδιοκτησίας και της νομής του παραγόμενου πλούτου. Το Μνημόνιο, είναι κυρίως προγράμματα ενίσχυσης της εκμετάλλευσης. Η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων αποτελεί έναν από τους μηχανισμούς αυτής της διαδικασίας.

Πολιτικά συμπεράσματα

Με τη συμπλήρωση δύο χρόνων μνημονιακής διαχείρισης από την κυβέρνηση Τσίπρα, ολοκληρώνεται η μετάλλαξη του Σύριζα: στον πολιτικό του λόγο περιθωριοποιείται ακόμα περισσότερο κάθε αναφορά στο οραματικό στοιχείο (δίκαιη ανάπτυξη) ή στο "συμβιβασμό" του 2015, και υιοθετείται σχεδόν αποκλειστικά ο λόγος και οι αντίστοιχες πρακτικές της κρατικής διαχείρισης: τήρηση της νομιμότητας απέναντι στις λαϊκές διεκδικήσεις, τήρηση των δεσμεύσεων απέναντι στους δανειστές, κάλυψη των στόχων, αποθέωση της επιχειρηματικότητας και των επενδύσεων, προσήλωση στα μακροοικονομικά μεγέθη που ωστόσο αποκρύβουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά πχ της αγοράς εργασίας, αντιμετώπιση του προσφυγικού δια της καταστολής, κλπ. Παράλληλα, η εγκατάλειψη και των πιο ισχνών μεταρρυθμίσεων, όπως αυτή της θρησκευτικής εκπαίδευσης, η ανοχή απέναντι στην αυτονόμηση μηχανισμών όπως η δικαιοσύνη, η εκκλησία, κάποτε ακόμα και οι δυνάμεις καταστολής, και κυρίως η υιοθέτηση ενός λόγου στα λεγόμενα εθνικά θέματα που αποτυπώνει τη συνέχεια των εμμονών των προηγούμενων κυβερνήσεων ("τουρκική προκλητικότητα", "αλυτρωτικές βλέψεις των Σκοπίων", αδιαλλαξία στο κυπριακό, κλπ), η αναβάθμιση των στρατιωτικών δαπανών, οι εθνικιστικές κορώνες, και η προκλητική για μια «αριστερή» κυβέρνηση προσχώρηση στον άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ-Αίγυπτος, δημιουργούν την εικόνα μιας καθαρόαιμης κυβέρνησης με προφίλ ΑΝΕΛ: οτιδήποτε θα παρέπεμπε προγραμματικά στον Σύριζα του 2012 εκλείπει ή έστω περιθωριοποιείται.

Η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαίωσε αυτό που γνωρίζαμε θεωρητικά: η αντιπροσώπευση, η ανάθεση, η διαχείριση από κάστες ειδικών κοκ αποτελούν πολύτιμα εργαλεία για τους «από πάνω». Η εκλογική νίκη των κοινωνικών στρωμάτων που (θέλουμε να) εκπροσωπούμε, είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την υλοποίηση ακόμα και του πιο στοιχειώδους προγράμματος βασικών αλλαγών στο πολιτικό σύστημα.

Ζητήματα κοινωνικού - εργατικού ελέγχου, η κατακτηση του κεντρικού σχεδιασμού και η μετατροπή του σε ανοικτό κοινωνικό και αποκεντρωμένο σχεδιασμό και λαϊκή συμμετοχή, η πολιτική-οικονομική αυτοδιαχείριση, ο συμμετοχικός σχεδιασμός κοκ δεν μπορεί να παραπέμπονται στην επαύριο της κοινωνικής πάλης. Πρέπει να αποτελούν συστατικό στοιχείο της, όχι μόνο σε επίπεδο συζήτησης, αλλά και σε επίπεδο πρακτικής, καθημερινής υλοποίησης.

Οφείλουν οι δυνάμεις που αναφέρονται στις υποτελείς τάξεις, έστω κι εντελώς δειλά και πειραματικά να ξεκινήσουν την απόπειρα συγκρότησης μιας «Αντι-εξουσίας». Στην απόφαση της 5ης Ολομέλειας της ΑΡΚ έχουμε σταθεί αναλυτικά στα πρώτα βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση, χρειάζεται παραπέρα εμβάνθυνση, ειδικά στα ζητήματα του Κοινοβουλευτισμού & της Αντι-προσωπευτικής δημοκρατίας.

Στο πολιτικό πεδίο θα πρέπει να μην επιχειρηθεί ξανά, απλά και μόνο, μια νέα σχέση εκπροσώπησης αλλά να ανασυνταχθούν τα προγράμματα και οι εκπροσωπήσεις σε μια νέα αρχή. Σημασία δεν έχει τόσο η διαμεσολάβηση των εκπροσωπήσεων αλλά η δημιουργία μορφών αυτονομίας των λαϊκών τάξεων. Αυτονομία από την πολιτική κηδεμονία που παράγεται εντός του κράτους και κάθε κρατικής πολιτικής. Αυτονομία από τις οργανωτικές μορφές του αντιπάλου. Οι συνέπειες αυτής της ανάγκης είναι η συνειδητοποίηση πως δεν έχουμε ανάγκη τα αφεντικά.

Ένας νέος πολιτικός αγώνας στη βάση της αυτονομίας των αιτημάτων των υποτελών τάξεων και όχι απλά στην έμμεση εκπροσώπηση τους δεν μπορεί παρά να οργανώνει τα επιμέρους στοιχεία του με διαφορετικό τρόπο από ότι ένα κλασικό κόμμα του αστικού πολιτικού και κομματικού συστήματος, Στο πλαίσιο αυτό, η ηγεσία ελέγχεται στη βάση της αρχής της αυτονομίας της ύπαρξης των υποτελών τάξεων και της ανεξαρτησίας του πολιτικού τους αγώνα από τα επιχειρήματα του ταξικού αντιπάλου. Η αυτονομία του αγώνα των υποτελών τάξεων θα πρέπει να αποτρέπει την αυτονόμηση της ηγεσίας και της γραφειοκρατίας της, είτε αυτή η ηγεσία είναι προσωπική, είτε συλλογική.